ΚρήτηΤοπικές Είδησης

Τα μοναστήρια της Κρήτης: Η ιστορία τους, οι μαρτυρίες και ο ρόλος τους στη διαφύλαξη της Ορθοδοξίας ανά τους αιώνες (pics)

Τα πανηγύρια που σχετίζονται με τις εορτές των μοναστηριών είναι περίφημα, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σε όλη την Ελλάδα

Ήδη από την ίδρυση της Εκκλησίας της Κρήτης, η πορεία της διαφοροποιήθηκε από εκείνη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Διατήρησε δια μέσου των αιώνων την ιδιαιτερότητα της και σήμερα είναι επίσημα «Ημιαυτόνομος έχουσα την κανονικήν εξάρτησίν αυτής εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου».

Η Εκκλησία της Κρήτης βρίσκεται λοιπόν διοικητικά μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διατηρώντας μια ιδιαίτερη σχέση με το δεύτερο. 

Αλλά πέραν των διοικητικών ιδιαιτεροτήτων, η Ορθοδοξία στην Κρήτη έχει εξαιρετικά πλούσια και δημιουργική ιστορία. 
Ζωντανός μάρτυρας αυτής της ιστορίας είναι σήμερα τα δεκάδες μοναστήρια, τα οποία είναι διάσπαρτα σε όλο το νησί και συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να είναι σημεία αναφοράς στο θρησκευτικό και πολιτισμικό περιβάλλον του νησιού. 

Τα πανηγύρια που σχετίζονται με τις εορτές των μοναστηριών είναι περίφημα, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Αλλά για να δούμε τα μοναστήρια του νησιού, στα οποία αφιερώνουμε αυτές τις σελίδες του πασχαλινού ενθέτου της “Ν.Κ.”, είναι απαραίτητο πρώτα να ρίξουμε μια ματιά στην ιστορία του χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας στο νησί της Κρήτης. Άλλωστε οι μονές αποτελούν τη ζωντανή μαρτυρία αυτής της ιστορίας. 

Η Κρήτη και ο χριστιανισμός 

Η ιστορία της ορθόδοξης εκκλησίας στην Κρήτη, ανάγεται ήδη στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, καθώς το νησί είχε την τύχη να γίνει πεδίο δράσης των αποστόλων που διέδωσαν το χριστιανισμό στον ρωμαϊκό κόσμο. Ο Απόστολος Παύλος, στην τρίτη περιοδεία του, έθεσε τις βάσεις για την διάδοση του Χριστιανισμού στην Κρήτη. Στην συνέχεια οι Εβραιοκρήτες, που είχαν παρακολουθήσει το κήρυγμα του Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα κήρυξαν το Χριστιανισμό στο νησί και τον διέδωσαν στους κατοίκους, που σύντομα τον αγκάλιασαν και τον ενστερνίστηκαν. 

 

Ο Απόστολος Τίτος, μαθητής του Παύλου, ανέλαβε να θεμελιώσει και να στεριώσει την Εκκλησία της Κρήτης και έγινε ο πρώτος Επίσκοπος Κρήτης. Συν τω χρόνω οι Χριστιανοί του νησιού πλήθαιναν και μάλιστα κατά τη διάρκεια του διωγμού του Δέκιου, η Κρήτη προσέφερε στον Χριστιανισμό τους Δέκα Καλλίνικους μάρτυρες. Όταν ο Χριστιανισμός επικράτησε και έγινε επίσημη θρησκεία της ρωμαϊκής επικράτειας, οι Δέκα Μάρτυρες έγιναν το μεγαλύτερο “παράσημο” της Κρήτης. 

Αργότερα η Εκκλησία της Κρήτης απέκτησε Αρχιεπίσκοπο και το νησί έγινε μία από τις 12 έδρες αρχιεπισκόπου του Ιλλυρικού (Βαλκανικής). 
Στους πρώτους αιώνες της χριστιανικής Κρήτης, η έδρα της Αρχιεπισκοπής ήταν η Γόρτυνα. Στην Γόρτυνα έδρασαν οι επίσκοποι Φίλιππος, Ευμένιος και Κύριλλος, που ανέπτυξαν, διέδωσαν και ισχυροποίησαν τον χριστιανισμό στο νησί. Και οι τρεις σήμερα τιμώνται ως άγιοι. Στην Γόρτυνα βρισκόταν και ο αρχαίος ναός (πιθανότατα χτίστηκε τον 6ο αιώνα) του Αποστόλου Τίτου, που ήταν περίφημο προσκύνημα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου για αιώνες. 
 
Η Αραβοκρατία και η ενετοκρατία 
 

Στις αρχές του 9ου αιώνα, την Κρήτη την κατέκτησαν οι “Σαρακηνοί”, δηλαδή οι Άραβες. Την εποχή αυτή το νησί ήταν χριστιανικό και διέθετε δώδεκα επισκοπές. Ωστόσο η αραβική κατοχή προκάλεσε ένα ρήγμα μεταξύ της Εκκλησίας της Κρήτης και της Κωνσταντινούπολης, όπου είχε υπαχθεί η Αρχιεπισκοπή μετά την περίοδο της εικονομαχίας (μέχρι τότε υπαγόταν στη Ρώμη – υπενθυμίζουμε ότι την εποχή αυτή δεν είχε επέλθει το σχίσμα μεταξύ Ορθοδοξίας και Καθολικισμού και η χριστιανική εκκλησία ήταν ενιαία). Κατά την περίοδο αυτή, οι Αρχιεπίσκοποι Κρήτης δεν βρισκόταν στο νησί, αν και συνέχιζαν να χειροτονούνται κανονικά στην Κωνσταντινούπολη. 

Η τάξη αποκαταστάθηκε μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961. Τότε έγινε η μεταφορά της έδρας του Αρχιεπισκόπου Κρήτης στον Χάνδακα (Ηράκλειο) και δημιουργήθηκε και ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Τίτου. Το Ηράκλειο έγινε και η διοικητική πρωτεύουσα του νησιού και στο ναό του Αγίου Τίτου μεταφέρθηκαν σημαντικά χριστιανικά κειμήλια. Το 1054 επήλθε το σχίσμα της χριστιανικής Εκκλησίας και έκτοτε χωρίστηκε στα δύο – η Ορθόδοξη Εκκλησία υπό το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και η Καθολική Εκκλησία υπό τον πάπα της Ρώμης. 

Κερί, Πάσχα, Ανάσταση

Η εκκλησία της Κρήτης, πάντα υπό την σκέπη του πατριαρχείου, συνέχιζε να αναπτύσσεται τα επόμενα χρόνια, ωστόσο οι δυσκολίες δεν είχαν σταματήσει. Το 1204, με την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Κρήτη πέρασε υπό την διοίκηση της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Οι Καθολικοί Ενετοί, απομάκρυναν τους επικεφαλής της ορθόδοξης Εκκλησίας και εγκατέστησαν Λατίνο Αρχιεπίσκοπο και Επισκόπους. Με την στήριξη των Ενετών η Ουνία εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στο νησί και έγινε μια σημαντική προσπάθεια για εκκαθολικισμό των Κρητικών, η οποία όμως δεν καρποφόρησε πέραν συγκεκριμένων περιπτώσεων. 

Η ενετοκρατία ήταν η πιο μεγάλη δοκιμασία για την ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Κρήτης, η οποία ωστόσο αποκαταστάθηκε εν πολλοίς με τον επόμενο κατακτητή του ελλαδικού χώρου, τους Οθωμανούς. Η κατάκτηση της Κρήτης από τους νέους κυρίαρχους της ανατολικής Μεσογείου, ολοκληρώθηκε με την πτώση του Χάνδακα το 1645. Αυτό ήταν το τέλος της λατινικής Εκκλησίας και της Ουνίας στην Κρήτη και κατά την Τουρκοκρατία, το νησί πέρασε ξανά στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ωστόσο η χριστιανική λατρεία δεν ήταν απρόσκοπτη, καθώς οι Οθωμανοί είχαν δώσει άδεια μόνο για μια εκκλησία να λειτουργεί στο Ηράκλειο, αυτή του Αγίου Ματθαίου. 
 
Τα μοναστήρια στην πρωτοπορία της Ορθοδοξίας 

Η ενετοκρατία, όταν ο ανώτατος κλήρος πέρασε στους Λατίνους, ήταν η περίοδος όπου άρχισαν να αναπτύσσονται ραγδαία οι μονές της Κρήτης με στόχο να διαφυλάξουν την ορθόδοξη παράδοση και πίστη του λαού του νησιού. Ήταν ένα λαϊκό αντίβαρο στις λατινοκρατούμενες επισκοπές του νησιού. Αυτά αναγνωρίστηκε από το πατριαρχείο, που ανακήρυξε τα μοναστήρια της Κρήτης σταυροπηγιακά και εξήρε το ρόλο τους στην διαφύλαξη της Ορθοδοξίας, όχι μόνο υπό τους Ενετούς, αλλά και στη συνέχεια υπό τους Οθωμανούς. 

Υπό οθωμανική διοίκηση πλέον και το 1700 ο μητροπολίτης Κρήτης τιτλοφορείται «Κρήτης και πάσης Ευρώπης». Καθώς το νησί δεν είχε μητροπολιτικό ναό, ο μητροπολίτης Κρήτης Γεράσιμος Λετίτζης πέτυχε να αποσπάσει την άδεια και να ανεγείρει το μικρό ναό του Αγίου Μηνά. Εκτοτε ο Άγιος Μηνάς συνδέθηκε απόλυτα με τον Χάνδακα (Ηράκλειο) και την ιστορία του. 

Αν και οι Οθωμανοί αναγνώρισαν την Ορθοδοξία και το Πατριαρχείο και προσπάθησαν να το χρησιμοποιήσουν για τον έλεγχο του πληθυσμό και την διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου ρόδινα.
Οπως είδαμε ήδη, υπήρχαν πολλά προσκόμματα και εμπόδια στην άσκηση της λατρείας των χριστιανών κατοίκων του νησιού. 

Και όταν το επαναστατικό πνεύμα κυρίευσε τους υπόδουλους πληθυσμούς, τα πράγματα οδηγήθηκαν σε μια τραγωδία. Τον Ιούνιο του 1821, οι Οθωμανοί έσφαξαν τον Μητροπολίτη του νησιού Γεράσιμο Παρδάλη και μαζί του πέντε ακόμη επισκοπής, τους επισκόπους Κνωσού, Χερρονήσου, Σητείας, Λάμπης και Διοπόλεως. Μάλιστα ο Μητροπολίτης δεν αντικατστάθηκε άμεσα, αφού μόνο δύο χρόνια μετά δόθηκε άδεια στο Πατριαρχείο να χειροτονήσει νέο Μητροπολίτη Κρήτης. 

Η Εκκλησία της Κρήτης συντρόφευσε τους κατοίκους του νησιού σε όλες τις περιπέτειες τους τις επόμενες δεκαετίες, έως ότου το νησί ενσωματώθηκε στο νέο ελληνικό κράτος. 
Είναι αξιοσημείωτο και σημαντικό για την ιστορία της Κρητικής Εκκλησίας ότι με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1962) όλοι οι επίσκοποι Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του μητροπολίτη, ενώ αργότερα, με την πράξη 283 της 28 Φεβρουαρίου 1967, η Μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο.

Μονή Σαββαθιανών

Το γυναικείο μοναστήρι στη Ρογδιά

SAVVATHIANON

Η Μονή Σαββατιανών (γνωστή και ως Μονή Σαββαθιανών) είναι σήμερα ένα γυναικείο μοναστήρι, το οποίο έχει ανακαινιστεί πρόσφατα και βρίσκεται πλησίον της Ρογδιάς, αφού μέσα από το χωριό είναι και η πρόσβαση στη Μονή. Η απόσταση από την πόλη του Ηρακλείου είναι 20 χλμ. σε δυτική κατεύθυνση. 

Η ιστορία της μονής χάνεται στα βάθη του χρόνου, γιατί είναι από τα ελάχιστα που λειτουργούν συνεχώς στο νησί από την εποχή της Ενετοκρατίας. Το μοναστήρι είναι χτισμένο σε μια φυσικά οχυρή θέση, κάτι που συνέβαλλε στην ισχύ και την επιρροή που απέκτησε η Μονή μεταξύ των κατοίκων του νησιού. Λόγω αυτής της ισχύος άλλωστε, οι Τούρκοι “επενέβησαν” στο μοναστήρι ουκ ολίγες φορές, καθιστώντας την ιστορία του μαρτυρική. 

Ο κεντρικός ναός της Μονής δεν είναι αρχαίος, αντίθετα είναι μάλλον νέος. Ο ναός είναι αφιερωμένος στο Γενέσιο της Θεοτόκου και στους Σαράντα Μάρτυρες. Δεν είναι ωστόσο ο μόνος ναός στον ευρύτερο χώρο, καθώς σε πολύ μικρή απόσταση από τη Μονή βρίσκεται ο σπηλαιώδης ναός του Αγίου Αντωνίου, που κάποιες μαρτυρίες τον θέλουν κάποια εποχή να λειτουργεί ως ξεχωριστό μοναστήρι. Το δεύτερο νεώτερο κλίτος του ναού του Αγίου Αντωνίου είναι αφιερωμένο στον Άγιο Σάββα. 

Μονή Σαββαθιανών

Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της Μονής Σαββατιανών, είναι ότι εδώ φυλάσσεται η πολύ παλιά εικόνα «Μέγας ει Κύριε» του Ιωάννη Κορνάρου, αντίγραφο της οποίας υπάρχει και στη Μονή Τοπλού. Η εικόνα θεωρούνταν χαμένη ως το 1991, όταν η αρχαιολογική υπηρεσία καθάρισε μια κατάμαυρη εικόνα και αποκαλύφτηκε η παλιά αγιογραφία.

Σύμφωνα με την παράδοση η Μονή ιδρύθηκε από τον Σαββάτιο (εξ ου και η ονομασία) ωστόσο δεν είναι επακριβώς καθορισμένο το πότε. Θεωρείται σίγουρο ότι ιδρύθηκε μεταξύ της απελευθέρωσης της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (961) και της κατάκτησης του από τους Ενετούς (1204). Αρχικά ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Αντώνιο. 

Η μονή συμμετείχε στην αντίσταση κατά των Οθωμανών στην εκστρατεία κατάκτησης της Κρήτης, που οδήγησε στην πολιορκία (και στη συνέχεια στην κατάκτηση) του Χάνδακα (Ηράκλειο). Όπως και πολλές ακόμη μονές της Κρήτης αυτήν την περίοδο, καταστράφηκε από τις δυνάμεις των Οθωμανών και προσωρινά διαλύθηκε, ενώ οι μοναχοί σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Οι πηγές αναφέρουν έναν μοναδικό επιζώντα μοναχό, τον Ναθαναήλ, που προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το μοναστήρι.

Ωστόσο χρειάστηκε να περιμένουμε έως το 1745, όταν οι Οθωμανοί έδωσαν την άδεια να επισκευαστεί ο ναός του Αγίου Αντωνίου και να αρχίσει ξανά κανονικά η λειτουργία της Μονής. 

Το 1935 η Μονή χαρακτηρίζεται διατηρητέα, ενώ την περίοδο της γερμανικής κατοχής γίνεται καταφύγιο για τους κατοίκους της περιοχής. Μετά το τέλος του πολέμου μοναχές από την Πελοπόννησο εγκαθίστανται εδώ.

Μονή Παναγίας Παλιανής

Η ιστορία που χάνεται στα βάθη του χρόνου

MONI PALIANIS

Περίπου 20 χιλιόμετρα νότια της πόλης του Ηρακλείου, πολύ κοντά στο χωριό Βενεράτο, βρίσκεται μία ακόμη ονομαστή γυναικεία Μονή, αυτή της Παλιανής. Η Μονή, που είναι φτιαγμένη κοντά στο φαράγγι που δεσπόζει στην περιοχή, είναι αφιερωμένη στην κοίμηση της Θεοτόκου και γιορτάζει στις 15 Αυγούστου. Η ιστορία της μονής χάνεται στα βάθη του χρόνου και οι εκκλησιαστικοί μελετητές την θεωρούν μια από τις πιο αρχαίες στο νησί, δίχως ωστόσο να έχουν κατορθώσει να προσδιορίσουν επακριβώς το πότε δημιουργήθηκε και ξεκίνησε να λειτουργεί. 

Ως “πατριαρχική” Μονή, ήταν ευνοημένη από την Εκκλησία και αγαπητή στην κοινωνία και κατά περιόδους είχε συγκεντρώσει τεράστια περιουσία και πολλά μετόχια. 

Μονή Παλιανής

Ήταν ανέκαθεν γυναικεία Μονή και κατά την Τουρκοκρατία, οι οθωμανικές στρατιές την κατέστρεψαν και σφάγιασαν όλες τις μοναχές. Για την ακρίβεια, κατά την επανάσταση του 1821, οι Οθωμανοί την κατέλαβαν και σφάγιασαν τις μοναχές, εκτός από τρεις που διέφυγαν και όταν ηρέμησαν τα πράγματα άρχισαν την προσπάθεια ανασυγκρότησης. Η οποία διακόπηκε απότομα, όταν καταστράφηκε από σεισμό. Ωστόσο η Μονή δεν τέλειωσε εκεί, αφού στη συνέχεια επανήλθε, πάλι ως γυναικεία Μονή και έγινε ξανά μία από τις πλουσιότερες και πιο ευημερούσες μονές του νησιού. 

Ο κεντρικός ναός έχει τρία κλίτη, τα οποία είναι αντίστοιχα αφιερωμένα στην Κοίμηση της Θεοτόκου (εορτάζει στις 15 Αυγούστου), στους Τρεις Ιεράρχες (εορτάζει στις 30 Ιανουαρίου) και στον Άγιο Παντελεήμονα (εορτάζει στις 27 Ιουλίου) ενώ ακόμη υπάρχει και ένα παρεκκλήσι αφιερωμένους στους Αγίους Απόστολους, το οποίο εορτάζει στις 30 Ιουνίου.

Σήμερα στην ακμάζουσα Μονή λειτουργεί και μουσείο με εικόνες, ιερά κειμήλια και διάφορα βιβλία μεγάλης ιστορικής και θρησκευτικής αξίας. 

Παράλληλα η Μονή είναι γνωστή και για την ιερή Μυρτιά, ένα αιωνόβιο δέντρο το οποίο εορτάζει 24 Σεπτεμβρίου. Μέσα στον περιπεπλεγμένο κορμό της Αγίας Μυρτιάς, όπως λέγεται, πιστεύεται ότι είναι κρυμμένη η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιώτισσας, στην οποία καίει πάντα ένα καντήλι. Η μυρτιά θεωρείται θαυματουργή και γι’ αυτό στα κλαδιά υπάρχουν πολλά τάματα.

Moνή Αρκαδίου

Τόπος μαρτυρίου και σημαντικό κέντρο για τους Κρητικούς

MONH ARKADIOY

Μια από τις πιο ιστορικές Μονές ολόκληρης της Ελλάδας, βρίσκεται στο Νομό Ρεθύμνου. Μιλάμε φυσικά για Αρκάδι. Αν και δεν είναι από τις αρχαιότερες μονές της Κρήτης, αφού η ίδρυση της ανάγεται στις αρχές του 16ου αιώνα, είναι εκείνη με την πλουσιότερη ιστορία, αφού υπήρξε τόπος μαρτυρίου και σημαντικό κέντρο για τους Κρητικούς. 

Σήμερα η Ιερά Μονή Αρκαδίου λειτουργεί με την κανονικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ταυτόχρονα και ως μοναστήρι αλλά και Προσκυνηματικός προορισμός θρησκευτικού τουρισμού.

Στα κελιά του μοναστηριού του Σωτήρα Χριστού και του Αγίου Κωνσταντίνου και της μητέρας του Αγίας Ελένης ζουν, δραστηριοποιούνται και υπηρετούν την Εκκλησία επτά μοναχοί.

Η επίσκεψη μεγάλων αριθμών επισκεπτών ετησίως βοηθά στη συνέχιση της φήμης του ιστορικού αυτού μοναστηριού. Ειδικότερα μέσα στο μοναστήρι μπορεί κάποιος να επισκεφθεί και να δει την εκκλησία (το Καθολικό της Μονής), την ιστορική Τράπεζα, τα Κελαρικά, την Πυριτιδαποθήκη, το Μουσείο καθώς και την Πινακοθήκη της Μονής. 

Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Μιχάλη Ανδριανάκη η Μονή του Αρκαδίου, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, «έχει ιδιαίτερη σημασία ως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα της Κρητικής Αναγέννησης, αλλά και λόγω της έντονης συμμετοχής της στους απελευθερωτικούς αγώνες των Κρητικών, με αποκορύφωμα την πολιορκία και την αυτοθυσία των κλεισμένων σε αυτή υπερασπιστών το 1866. Τα πρώτα βεβαιωμένα στοιχεία για τη Μονή ανάγονται στις αρχές του 16ου αιώνα, εποχή κατά την οποία κτίστηκε και το αρχικό μονόχωρο καθολικό. Το 1572 κάτω από την καθοδήγηση του ιδιοκτήτη της Μονής Ματθαίου Καλλέργη και του ηγουμένου Κλήμη Χορτάτζη, η Μονή μετατρέπεται σε κοινόβιο και αρχίζει η οικοδόμηση του νέου δίκλι
του καθολικού με την περίλαμπρη πρόσοψη από λαξευτό πωρόλιθο, στη σύνθεση της οποίας έχουν αναγνωριστεί άμεσες επιδράσεις από τα έργα των μεγάλων αρχιτεκτόνων Sebastiano Serlio και Andrea Palladio».

Η Μονή βρίσκεται περίπου 16 χλμ. μακριά από το Ρέθυμνο και η πρόσβαση της γίνεται μέσω δρόμου που περνά από τα χωριά Άδελε, Πηγή, Λούτρα, Κυριάνα και Αμνάτος. 

Εκτός από το καθολικό, που κτίστηκε μεταξύ 1572 και 1587, το υπόλοιπο συγκρότημα της Μονής Αρκαδίου κτίστηκε μεταξύ 1670 και 1714, όπως διαπιστώνουμε από τις σωζόμενες επιγραφές, αλλά και από τις πληροφορίες των ιστορικών πηγών. Πρόκειται για ένα τυπικό παράδειγμα μανιεριστικής αρχιτεκτονικής, που είχε επικρατήσει στη βενετοκρατούμενη Κρήτη από τα μέσα του 16ου αιώνα και απετέλεσε της τοπικής λαϊκής παράδοσης. Η Μονή έχει πολλές οικοδομικές φάσεις, που χρονολογούνται κυρίως μετά τη μεγάλη καταστροφή του 1866. 

Στη βόρεια πτέρυγα υπάρχει το σύγχρονο ηγουμενείο, που αντικατέστησε το κατεστραμμένο αρχικό. Ανατολικά της τράπεζας είναι διατεταγμένα τα μαγειρεία, ο φούρνος, το ζυμωτήριο, αποθήκες τροφίμων και διώροφα κελιά μοναχών. Στη συνέχεια η πτέρυγα κλείνει με την κρασαποθήκη, που είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη το 1866 και ανατινάχθηκε, στέλνοντας στον θάνατο εχθρούς και φίλους από τον Κωνσταντίνο Γιαμπουδάκη. Ακολουθεί η ανατολική πύλη και στη συνέχεια τα, ως επί το πλείστον, διώροφα κελιά της ανατολικής πτέρυγας. Το ανατολικό τμήμα της νότιας πτέρυγας στο ισόγειο με την κλειστή, θολωτή στοά, ονομάζεται Μεσοκούμια και φιλοξενούσε τους γέροντες και ασθενείς μοναχούς, ενώ στον όροφο υπάρχουν κελιά με πλατύ διάδρομο μπροστά τους. Ακολουθούν προς τα δυτικά συνεχόμενοι, θολοσκέπαστοι χώροι, που χρησίμευαν ως αποθήκες για το λάδι και το κρασί, προϊόντα για τα οποία η Μονή φημιζόταν πάντα. 

Η Μονή Αρκαδίου στα χρόνια της λειτουργίας της υπήρξε κέντρο Παιδείας, αντιγραφής χειρογράφων και άσκησης της χρυσοκεντητικής. Πολλά χειρόγραφα σώζονται σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού, ενώ ένας σημαντικός αριθμός από χρυσοκέντητα άμφια, έργα των καλλιτεχνών – μοναχών, εκτίθενται στο Μουσείο, ή σώζονται στα διάφορα, μεγάλα κέντρα της Ορθοδοξίας.

Σήμερα η Μονή αποτελεί την πιο επισκέψιμη της σύγχρονης Κρήτης, αφού η ιστορία της συνδέεται αδιάρρηκτα με τους αγώνες των Κρητικών και με την ιστορία του νησιού τους τελευταίους 5 αιώνες. 

Μονή Απεζανών

Από τα πιο ιστορικά μοναστήρια της Κρήτης

APEZANWN

Μία από τις ιστορικές μονές της Κρήτης που όμως έχουν αλλάξει θέση σε σχέση με την αρχική τοποθεσία στην οποία έχουν εγκατασταθεί, είναι η Ιερά Μονή Απεζανών. Σήμερα βρίσκεται στην Κοινότητα Αντισκαρίου του Δήμου Φαιστού στην Περιφερειακή Ενότητα Ηρακλείου της Κρήτης. Βρίσκεται σε ωραία τοποθεσία στη δυτική πλευρά των Αστερουσίων ορέων. Ο τιμώμενος Άγιος της μονής είναι ο Άγιος Αντώνιος ο Αγιοφαραγγίτης. 

Το καθολικό της Μονής, είναι τρίκλιτο. Τα τρία κλίτη είναι αφιερωμένα στον Άγιο Αντώνιο και εορτάζει στις 17 Ιανουαρίου, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, 6 Αυγούστου, και στους Τρείς Ιεράρχες, 30 Ιανουαρίου. Το τέμπλο είναι από τα καλύτερα και δείχνει τον πλούτο που είχε σε όλη της την πορεία η Μονή. Στη μονή σώζονται παλαιά ιερά άμφια, χρυσοί και ασημένιοι σταυροί, ευαγγέλια με χρυσοποίκιλτα καλύμματα και εγχάρακτες εικόνες και επιγραφές, άγια λείψανα 19 αγίων, μεταξύ των οποίων βρίσκεται και λείψανο του χεριού του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Το 2001 απεγράφησαν 7 άτομα. 

Σύμφωνα με την παράδοση, η θέση του μοναστηριού ήταν αρχικά στο Αγιοφάραγγο, νότια της Μονής Οδηγήτριας, όπου σώζεται ακόμη η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, ναός βυζαντινού ρυθμού με τρούλο, υπαγόμενη σήμερα στη Μονή Οδηγητρίας. Εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών κατά την εποχή εκείνη οι μοναχοί για να απαλλαγούν, παρέλαβαν την εικόνα του Αγίου Αντωνίου και τα σκεύη της Μονής και έφυγαν, ζητώντας άλλο, καταλληλότερο τόπο για την εγκατάσταση της νέας μονής. Το υποζύγιο που κουβαλούσε την εικόνα του αγίου, σταμάτησε στη θέση της σημερινής μονής και δεν ήθελε να προχωρήσει. Αυτό θεωρήθηκε ως θέληση του Αγίου να χτιστεί εκεί η νέα Μονή και ξεπέζεψαν εκεί. Από το γεγονός έλαβε το όνομα Απεζανές η μονή, επειδή εκεί επέζεψε ή απέζεψε ο Άγιος (από το πεζέφνω= αφιππεύω).

Οι ιστορικοί της Εκκλησίας δεν συμφωνούν όλοι στην εποχή ίδρυσης της Μονής. Μια άποψη είναι ότι η μονή ιδρύθηκε περί τα 1600, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι ιδρύθηκε παλαιότερα και αναφέρουν ως έτος ιδρύσεως το 1458. Αυτό είναι το πιθανότερο, όπως βεβαιώνεται από το Χρονικόν του Ιωάννου Δορυανού, ότι ο

Δορυανός εκείνος χειροτονήθηκε μοναχός στη μονή του Αγίου Αντωνίου των Απεζωνών το 1566. Αναφέρεται επίσης η μονή στις επιστολές του Μελετίου Πηγά το 1581. Η μονή ήταν φρουριακή με είσοδο από βορρά, με επάλξεις, η οποία φρουρούνταν με κανόνι, και γι’ αυτό οι Τούρκοι την έλεγαν Τοπλού Μοναστήρ όπως και τη μονή της Ακρωτηριανής, τη γνωστή σήμερα Μονή Τοπλού στη Σητεία. 

Κατά την Τουρκοκρατία οι μοναχοί καλλιεργούσαν τα γράμματα και η μονή είχε πλούσια βιβλιοθήκη με αρχαία χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής. Το μοναστήρι σταδιακά απέκτησε μεγάλα πλούτη και κατά την Τουρκοκρατία προστατεύεται με φιρμάνι, ενώ του παραχωρούνται μετόχια και κτήματα στην Κρήτη και τη Σμύρνη.

Η Μονή χαρακτηρίστηκε από τα μεγαλύτερα ανθενωτικά – αντιπαπικά κέντρα της Κρήτης, αλλά και κέντρο γραμμάτων, όμως κατά την τουρκοκρατία πήρε αγροτικού χαρακτήρα.
 
Μονή Αγκαράθου

Το αναμμένο καντήλι στον κορμό της ροδιάς 

agarathso

Μια από τις πιο ονομαστές μονές της Κρήτης, με σημαντικό πληθυσμό μοναχών και τροφοδότης επισκοπικών θώκων ανά την Κρήτη και όχι μόνο, είναι η Μονή Αγκαράθου. Είναι η Μονή που θεωρείται πρώτη στην ιεραρχία του νησιού. 

Επίσης είναι από τις αρχαιότερες του νησιού, αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ίδρυση της. Ωστόσο αναφέρεται σε χειρόγραφο του 1532 στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας και σε συμβόλαιο του 1538 και από τον Cornelius. Στη βόρεια πύλη της μονής υπάρχει η χρονολογία 1585 και στη νότια το 1583. Κοντά στη σημερινή είσοδο αναγράφεται σε σαρκοφάγο το έτος 1554 και η επιγραφή ΘΕΟΔΩΡΟ ΤΟΥΜΠΑ. Στα δεξιά της εισόδου βρίσκεται θολωτή αποθήκη με επιγραφή που γράφει ότι το παρόν είναι έργο του Μαξίμου Λουκάρεως (αδερφού του Κύριλλου Λούκαρη) και τη χρονολογία 1628.

Σε κάθε περίπτωση δηλαδή η Μονή βρισκόταν σε λειτουργία στις αρχές του 16ου αιώνα και πιθανότατα από αρκετά νωρίτερα. 

Μονή Αγκαράθου

Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας το μοναστήρι αποτέλεσε φυτώριο παιδείας. Ηγούμενοι στη μονή διετέλεσαν πολλοί, που αργότερα κατέλαβαν πατριαρχικούς θρόνους, όπως ο Μελέτιος Πηγάς, Πατριάρχης Αλεξανδρείας και ο Κύριλλος Λούκαρης. Τα κειμήλια, μεταξύ των οποίων και η αρχαιότατη εικόνα της Παναγίας της Ορφανής, και τα έγγραφα της Μονής μεταφέρθηκαν στα Κύθηρα. 

Το μοναστήρι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και κατά τον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Το 1646 καταρτίστηκε σώμα Κρητικών από τον τότε ηγούμενο Αθανάσιο Χριστόφορο και πολέμησε κατά των Τούρκων. Κατά την Τουρκοκρατία ο πρώτος Μητροπολίτης Κρήτης, Νεόφυτος Πατελάρος, έδρευε στην Αγκάραθο και κατόρθωσε να ανασταλεί η διαταγή για την καταστροφή του μοναστηριού, χάρη στις φιλικές σχέσεις με τον Πασά Αχμέτ Κιοπρουλί. Ωστόσο η Μονή καταστράφηκε από τους Οθωμανούς στην επανάσταση του 1821 και όλοι οι μοναχοί σφαγιάστηκαν. 
Εντός του Ηγουμενείου της Ιεράς Μονής υπάρχει η Αιθούσα “Πατριάρχης Θεόδωρος Β’, ο Κρης και Αγκαραθίτης”. Στην Αίθουσα αυτή εκτίθενται αφιερώματα, πατριαρχικά άμφια, τιμητικές διακρίσεις και προσωπικά αντικείμενα του Μακαριωτάτου, τα οποία δώρισε στη Μονή. 

Στους αδερφούς της Μονής συγκαταλέγονται ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής Θεόδωρος Β’ και οι Μητροπολίτες Γορτύνης και Αρκαδίας Μακάριος, Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου Ανδρέας, Πέτρας και Χερρονήσου Γεράσιμος, Ρόδου Κύριλλος, Ηλιουπόλεως Θεόδωρος, Νέας Ζηλανδίας Μύρων, Σελευκείας Θεόδωρος και οι Επίσκοποι Ζηνουπόλεως Ιάκωβος, Αβύδου Γρηγορίος και Κνωσσού Μεθόδιος. 

Το όνομά της οφείλεται στο φυτό αγκαραθιά κάτω από το οποίο λέγεται ότι βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, στο σημείο όπου κτίστηκε αργότερα η Εκκλησία. Μάλιστα σήμερα μπροστά από το ιερό του ναού υπάρχει μια ροδιά, στον κορμό της οποίας μοναχοί κρατούν αναμμένο ένα καντήλι. Η παράδοση θέλει τη ροδιά να είναι η αρχική αγκαραθιά την οποία μπόλιασαν οι μοναχοί και έγινε δέντρο! Οι περισσότεροι μοναχοί της ήταν από τα Κύθηρα 

Ο ναός της μονής είναι δίκλιτος, με το ένα κλίτος αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και εορτάζει στις 15 Αυγούστου και το άλλο στον Άγιο Μηνά που εορτάζει στις 11 Νοεμβρίου. Οι επισκέπτες – προφανώς ύστερα από συνεννόηση – της Μονής μπορούν να φιλοξενηθούν στον ξενώνα και στην τράπεζα, αλλά και να δουν τη βιβλιοθήκη με τα χειρόγραφα βιβλία. Έξω από τη Μονή υπάρχει ο παλιός ναός του Αγίου Ραφαήλ.
 
Μονή Οδηγήτριας Γωνιάς
 

Από τις πιο αρχές μονές της Κρήτης

ΓΟΝΙΑΣ

Μια από τις αρχαίες μονές της Κρήτης, που φαίνεται να δημιουργήθηκε στα χρόνια της Ενετοκρατίας, είναι η Ιερά Μονή Οδηγήτριας. Είναι ανδρική μονή, παλαιότερα σταυροπηγιακή, που βρίσκεται στο δυτικό όριο των Αστερουσίων Ορέων, σε οχυρή θέση και σε υψόμετρο 250. 
Παλιότερα βρισκόταν σε διαφορετική θέση, αλλά σύμφωνα με την παράδοση στις αρχές του 17ου αιώνα οι μοναχοί Βλάσιος ο Κύπριος και Βενέδικτος Τζαγκαρόλος, έπειτα από θαυματουργική εύρεση εικόνας της Παναγίας, έκτισαν τη νέα Μονή στη σημερινή θέση. Λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους κατασκεύασαν υπόγειους, θολωτούς χώρους και δημιούργησαν το επίπεδο πάνω στο οποίο κτίστηκε το κυρίως συγκρότημα. 

Η μονή περιβαλλόταν από τείχος, του οποίου σώζονται μέρη, η βόρεια πύλη, που γράφει τη χρονολογία 1568 και ο ψηλός Πύργος του Ξωπατέρα, όπου εκτυλίχθηκε το δράμα του γενναίου ιερωμένου. Ο ναός της μονής βρισκόταν στο κέντρο της περιβόλου και ήταν δίκλιτος, καθιερωμένος στο Γενέσιον της Θεοτόκου και στους Αγίους Αποστόλους. Παλαιότερα το μοναστήρι ήταν ανδρικό και γυναικείο (μικτό). Μέσα στον ναό σώζονται τοιχογραφίες, ιερά άμφια, τέμπλο και άλλα. 

Μονή Οδηγητρίας

Στην περιοχή όπου βρίσκεται το μοναστήρι βρίσκουμε τον κατάγραφο ναό του Αγίου Ευτυχιανού, με ίχνη τοιχογραφιών και του Αγίου Ανδρέα σε παλιό χωριό, που δεν υπάρχει σήμερα. Σώζονται τοιχογραφίες. Επίσης, στην ίδια περιοχή συναντάμε και τον κατάγραφο ναό του Αγίου Ιωάννη. 

Εξαιτίας της οχυρής θέσης της, η Μονή αποτέλεσε τόπο καταφυγίου για τους επαναστάτες της Κρήτης. Το 1866 ο Μιχαήλ Κόρακας είχε φέρει στο μοναστήρι τρία από τα παιδιά του, τα οποία κατάφεραν να περάσουν απαρατήρητα από τους Τούρκους, με το να κρυφτούν εκεί. 
Το μοναστήρι έχει όμως συνδεθεί κυρίως με τον θρυλικό ήρωα Ξωπατέρα. Αυτός γεννήθηκε το 1788 στον οικισμό Μανουσανά, ο οποίος σήμερα δεν υφίσταται. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Ιωάννης Μαρκάκης. Χειροτονήθηκε στη μονή και έλαβε το όνομα Ιωάσαφ. Σύντομα αναγκάστηκε να φύγει από το μοναστήρι., επειδή σκότωσε έναν γενίτσαρο. Ο λόγος ήταν ότι εκείνος είχε προσβάλει την τιμή της οικογενειάς του. Καθαιρέθηκε από τον Μητροπολίτη και έτσι τον ονόμασαν Ξωπατέρα, Ξεπατέρα ή Ξώπαπα. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, καθαιρέθηκε επειδή απέκτησε παιδί εκτός γάμου με μια γυναίκα την οποία είχε ερωτευτεί και συζούσαν.

Ο ίδιος έγινε φίλος του Δημητρίου Κουρμούλη από τον Κουσέ, με τον οποίο υπήρξαν συμπολεμιστές. Με καταφύγιο το μοναστήρι, ο Ξωπατέρας και οι υπόλοιποι αγωνιστές έγιναν ο φόβος και ο τρόμος των γενιτσάρων. Τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης του ’21 κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Τούρκων στα Αστερούσια, ο Ξωπατέρας επέλεξε να κλειστεί στη μονή μαζί με τη γυναίκα του και άλλους συγγενείς, καθώς επίσης και ένα παιδί, αρνούμενος να ακολουθήσει τους υπόλοιπους επαναστάτες, οι οποίοι διέφυγαν σε λημέρια. Ακολούθησε, τον Μάιο του 1828, τριήμερη πολιορκία του πύργου της μονής και σκοτώθηκαν οι συμπολεμιστές του Ξωπατέρα.

Ο γενναίος αγωνιστής άνοιξε την πόρτα του πύργου σε μια προσπάθεια να φύγει η γυναίκα του με το παιδί όμως κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Ο Ξωπατέρας απέμεινε μοναχός με την αδερφή του και τα πολεμοφόδια τελείωσαν. Τότε ο αγωνιστής άνοιξε την πόρτα του πύργου κάνοντας απόπειρα διαφυγής και με το σπαθί του όρμησε στους Τούρκους, σκοτώνοντας αρκετούς. Στο τέλος όμως βρήκε και ο ίδιος τον θάνατο. Οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τον Ξωπατέρα και ανάγκασαν την αδερφή του να μεταφέρει την κεφαλή του στον Μουσταφά Πασά. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η βιβλιοθήκη της Μονής με ένα μεγάλο αριθμό παλαίτυπων βιβλίων και μερικά χειρόγραφα του 17ου-19ου αιώνα.

Μονή Παζινού

Η περίκλειστη στοά με τα κελιά των μοναχών

PAZINOU

Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο Χανίων στα νότια του οικισμού Παζινός. Πρόκειται για μοναστηριακό συγκρότημα χτισμένο κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας (16ος αιώνας). Η αρχιτεκτονική του διαμόρφωση ακολουθεί τα δυτικά πρότυπα, με τον Ναό τοποθετημένο έκκεντρα του συγκροτήματος. Παλαιότερα είχαν πραγματοποιηθεί εργασίες από την εφορεία αρχαιοτήτων στη βόρεια πλευρά: στο ναό, το ηγουμενείο και ελαιουργείο. 

Η μονή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αρχαιολόγους, λόγω του χαρακτήρα της. Μάλιστα σήμερα το ενδιαφέρον της Εφορείας επικεντρώνεται στην περίκλειστη στοά με τα κελιά των μοναχών (chiostro). Ειδικότερα στα νότια του συγκροτήματος υπάρχει μεγάλο αίθριο με δύο πηγάδια, στα οποία οδηγούνταν τα όμβρια των δωμάτων. Τα αίθριο είναι υπερυψωμένο σε σχέση με τη στοά που το περιβάλλει. Η στοά της βόρειας, δυτικής και νότιας πλευράς του αιθρίου, καλύπτεται με θόλους που στηρίζονται στα κελιά και σε μικρές τοξοστοιχίες προς την πλευρά του αιθρίου. Περιμετρικά της στοάς διατάσσονται τα κελιά το μαγειρείο και η τράπεζα. 

ΣΤΙΣ ΒΡΥΣΕΣ
 

Άγιος Γεώργιος Καρυδίου

ΚΑΡΙΔΙΟΘ

Μια μονή με ιδιαίτερη ιστορία, είναι αυτή του Αγίου Γεωργίου Καρυδίου. Η μονή βρίσκεται κοντά στο γνωστό χωριό Βρύσες στην επαρχία Αποκορώνου και οφείλει την ονομασία της σε έναν παλιό οικισμό της περιοχής, που δεν υπάρχει πλέον, ο οποίος είχε ονομαστεί Καρύδι, λόγω της αφθονίας καρυδιών της περιοχής. 

Σύμφωνα με την τοπική ιστορία ο οικισμός διαλύθηκε την περίοδο της Τουρκοκρατίας. 

Οι πηγές μας παραδίδουν ότι, κατά τη διάρκεια του 18ου αι. οι κάτοικοι εξισλαμίστηκαν και ο ιερέας του χωριού για να προφυλάξει το ναό από τυχόν μετατροπή του σε τζαμί, παραχώρησε τη μονή στην Αγία Τριάδα των Τζαγκαρόλων. Το μοναστηριακό συγκρότημα αναπτύχθηκε κατά τον 19ο αι., οπότε και κτίσθηκε το μεγάλο ελαιοτριβείο και νέος ναός. 
 

Η Μονή του Αγίου Γεωργίου είναι ιδιαίτερα γνωστή για το ελαιοτριβείο με τα 13 τόξα για τη στήριξη της στέγης του. 
Το 1829 ο διοικητής Κρήτης Μουσταφά Νατλή Πασάς παραχώρησε ελευθερίες στους Χριστιανούς. Το Μοναστήρι την περίοδο εκείνη αναπτύσσεται και αποκτά μεγάλη περιουσία. 
Το 1996 η Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Καρυδίου χαρακτηρίστηκε Μνημείο από την Ιερά Σύνοδο.

Μονή Τοπλού

Ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων

MONHTOPLOY

Μία από τις πιο γνωστές μονές της Ελλάδας αλλά και από τις πιο ιστορικές στην Κρήτη, είναι η Μονή Τοπλού. Μακράν το πιο γνωστό μοναστήρι στο νομό Λασιθίου, η ιστορία της Μονής Τοπλού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Η ίδρυση της πιθανότατα έγινε τον 15ο αιώνα, αν και σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις μπορεί να τοποθετηθεί ακόμη νωρίτερα. 
Ανέκαθεν ήταν από τις πλουσιότερες μονές με ποικίλες δραστηριότητες και ήταν οικονομικό κέντρο στην επαρχία Σητείας, πριν ακόμη γίνει ευρύτερα γνωστή στην χώρα, λόγω των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ανέπτυξαν οι μοναχοί και τη συνεργασία με ξένη εταιρεία για την αξιοποίηση των μοναστηριακών γαιών. 

Η Μονή Τοπλού βρίσκεται 10 χλμ. ανατολικά της Σητείας και 6 χλμ. βόρεια του Παλαικάστρου της επαρχίας Σητείας. Αρχικά ονομάζονταν “Παναγία η Ακρωτηριανή”. Με την σημερινή του ονομασία “Τοπλού” το συναντάμε για πρώτη φορά σε τουρκικό έγγραφο το 1673. 

Μονή Τοπλού

Το όνομα Τοπλού μάλλον προέρχεται από την τουρκική λέξη Τοπ (κανόνι) επειδή εκεί υπήρχε ένα μικρό κανόνι την περίοδο της Ενετοκρατίας για να το προφυλάσσει από τους πειρατές, αλλά και ειδοποιούνται τα γύρω χωριά σε περίπτωση επίθεσης.
Αναφέραμε ήδη ότι δεν είναι γνωστό το πότε ιδρύθηκε, ωστόσο ο περιηγητής Buondelmonti που το 1415 περιόδευσε την Κρήτη δεν κάνει καμία αναφορά σε αυτό, ενώ σε χάρτη της Κρήτης στην θέση της σημερινής Μονής τοποθετεί έναν μικρό ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ισίδωρο. 

Ανεξάρτητα από αυτές τις προσεγγίσεις ο πρώτος πυρήνας της Μονής θα πρέπει να θεωρείται το ναϋδριο που υπάρχει σήμερα στη Μονή και τιμάται η γέννηση της Θεοτόκου.
Αμέσως μετά την ίδρυσή της η Μονή απόκτησε μεγάλη περιουσία κυρίως με τις δωρεές πλούσιων Σητειακών. Τα κτήματά της έφθαναν από τον Κάβο Σίδερο μέχρι τα Πηλαλήματα. 
Λόγω του πλούτου της πέτυχε να ιδρύσει εκκλησίες σε όλη την Κρήτη που εξαρτιόταν από αυτή όπως η Παναγία η Ταυραδιανή ή Ακρωτηριανή στην Κριτσά του Μιραμπέλου, μονύδριο στην περιοχή του Ηρακλείου με το όνομα Παναγία η Ακρωτηριανή. 
Εκτός αυτών στενές σχέσεις με τη Μονή είχε το γνωστό Μοναστήρι Παπλινού στην Ιεράπετρα, ενώ και οι Μονές της Αγίας Σοφίας Αρμένων, Παναγίας Φανερωμένης στον Τράχηλα και Καψά ήταν κάτω από την επίβλεψη της. 

Πριν η Κρήτη περάσει στα χέρια των Τούρκων η Μονή λεηλατήθηκε το 1530 από τους περιβόητους ιππότες της Μάλτας, ενώ το 1612 υπέστη μεγάλες καταστροφές λόγω σεισμού. Για την αποκατάστασή τους ένα χρόνο αργότερα η Ενετική Γερουσία έστειλε 200 δουκάτα στον ηγούμενό της Γαβριήλ Παντόγαλο. 
Το 1646 ήταν μια ακόμη δύσκολη χρονιά, καθώς οι Τούρκοι λεηλάτησαν τη Μονή και ανάγκασαν με τη βία τους μοναχούς να διασκορπιστούν. 
Σχεδόν 60 χρόνια αργότερα ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ σε σιγίλιόν του ανακήρυξε τη Μονή σταυροπηγιακή. 

Η Μονή βρισκόταν σε ακμή τον 15ο αιώνα, εάν κρίνει κανείς από το μεγάλο αριθμό σημαντικών βυζαντινών εικόνων εκείνης της περιόδου που απηχούν πιστά την εξέλιξη της κωνσταντινουπολίτικης ζωγραφικής που σταδιακά εξαπλωνόταν στην Κρήτη από την πτώση της Πόλης και μετά. Η υψηλή εικαστική αξία των εικόνων είναι, επίσης, ενδεικτική του υψηλού επιπέδου της παιδείας των μοναχών της Μονής, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου της αναγεννησιακής Κρήτης. Η σημερινή μορφή της μονής είναι φρουριακή σταυροπηγιακή, έχει τετράγωνο σχήμα και περιβάλλεται από έναν ψηλό τοίχο που έχει ύψος περίπου 10 μέτρα. Η συνολική έκταση που καταλαμβάνει είναι περίπου 800τμ, ενώ αναπτύσσεται σε 3 ορόφους γύρω από την εσωτερική αυλή. Η πρόσοψη της μονής έχει μορφή αετωματική αναγεννησιακού τύπου ενώ φέρει εντοιχισμένη εγχάρακτη κτητορική επιγραφή του ηγούμενου Γαβριήλ Παντόγαλου σε ελεγειακά δίστιχα. Πάνω ακριβώς από την κεντρική πύλη υπάρχει η “καταχύτρα” με την οποία έριχναν στους πειρατές και στους εισβολείς που προσπαθούσαν να σπάσουν την πόρτα, καυτό λάδι και μολύβι. Η οικοδόμηση της μονής με αυτή τη μορφή έγινε στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας όταν ήταν ολοφάνερη η τουρκική απειλή. Περιλαμβάνει και διάφορους βοηθητικούς χώρους οι οποίοι στο σύνολο είναι 40 όπως μαγειρεία, φούρνους, κελιά, ξενώνες, ηγουμενείο και αποθήκες και τα οποία αναστηλώνονται με τη εποπτεία της Αρχαιολογικής υπηρεσίας. Επιπλέον σύμφωνα με την παράδοση υπάρχουν 100 πόρτες στη μονή αν και έχουν ανακαλυφθεί μόνο οι 99.

Επιβλητικό είναι και το κωδωνοστάσιο της μονής, αναγεννησιακού τύπου που υψώνεται στη δυτική πλευρά πάνω από την κεντρική πόρτα και το οποίο φέρει ανάγλυφα στέμματα και σταυρούς με επιγραφές και έχει ύψος 33 μ. ενώ χρονολογείται το 1558. Επίσης στην εσωτερική αυλή της μονής υπάρχει ένα πηγάδι το οποίο πρέπει να χτίστηκε κατά τα πρώτα χρόνια της μονής και το οποίο χρησίμευε και χρησιμεύει για την ύδρευση του μοναστηριού. Ακριβώς απέναντι από το πηγάδι υπάρχει μια μικρή εκκλησία η οποία είναι δίκλιτη βασιλική και διμάρτυρη. Το βόρειο κλίτος είναι αφιερωμένο στην γέννηση της Θεοτόκου ενώ το νότιο που είναι και νεώτερη προσθήκη στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο. Στο εσωτερικό ο ναός έχει θαυμάσιες εικόνες που δίνουν επιβλητικότητα στην ευλαβική ατμόσφαιρα όπως η εικόνα με τίτλο: “Μέγας ει Κύριε και Θαυμαστά τα έργα Σου” η οποία έχει 61 παραστάσεις από την ομώνυμη ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανίων και η οποία συντάχτηκε από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σοφρώνιο, η εικόνα “Άξιον Εστί” που φιλοτεχνήθηκε από τον Ιωάννη Κορνάρο το 1770 και η εικόνα “Ρόδον το αμάραντο” του 1771, η Άγια Αναστασία η Φαρμακολύτρια καθώς και η εικόνα της Παναγίας η οποία βρέθηκε σε μια κοντινή σπηλιά όπου τρέχει νερό – αγίασμα. Ακόμη σημαντική ήταν η ανακάλυψη της Αρχαιολογικής υπηρεσίας όταν πίσω από τους νεώτερους σοβάδες ανακαλύφθηκαν θαυμάσιες τοιχογραφίες οι οποίες χρονολογούνται ότι είναι του 14ου αιώνα ενώ είναι και πολύ καλά διατηρημένες. Στη μονή φυλάγονται τα λείψανα των Αγίων Χαραλάμπους, Δομητιανού, Τρύφωνος, Παντελεήμονος, Στεφάνου, Αβερκίου, Ιακώβου και της Οσίας Αναστασίας. 
Μετά τον ξεσηκωμό του 1821, ο τοπάρχης της Σητείας Ιμπραήμ Αφαντακάκης άρχισε σφαγή στην επαρχία (Χοχλακιές, Τουρτούλλοι, Ζίρος, Αχλάδια) με αποτέλεσμα να υποστεί τις τραγικές συνέπειες και το μοναστήρι, το οποίο λεηλατήθηκε, ενώ φρικτό θάνατο βρήκαν και οι 12 μοναχοί του. 

Το 1828 οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να οχυρωθούν στο μοναστήρι το πολιορκούσε τώρα επαναστατικό σώμα με αρχηγούς τους Σητειακούς οπλαρχηγούς Ιωάννη Κοντό, Ιωάννη Μακρή και Ιωσήφ Δερμιτζάκη. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να παραδοθούν, η Μονή όμως στη συνέχεια υπέστη νέα αντίποινα. 
Στο διάστημα από 1828 ως την επανάσταση του 1866 είναι περιέργως η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής της Μονής, αφού η Μονή αποκτά τεράστια περιουσία, με επιρροή και φήμη. Οταν ξέσπασε η επανάσταση οι Τούρκοι κινήθηκαν προς το Μοναστήρι για να συλλάβουν τον ηγούμενο Μελέτιο Μιχελιδάκη που ήταν μέλος της Επαναστατικής Επιτροπής Σητείας. Ο Μιχελιδάκης κατόρθωσε να διαφύγει στην Κάσο και άλλοι μοναχοί στη Σύμη. 

Αν και δεν υπάρχουν επαρκή ακριβή στοιχεία για τον αριθμό των μοναχών, κατά την απογραφή του 1881 καταγράφηκαν στη Μονή Τοπλού 26 μοναχοί. Η μεγάλη οικονομική δύναμη της Μονής φαίνεται και από το γεγονός ότι τότε υπήρχαν και 54 λαϊκοί ως υπηρετικό προσωπικό. 

Στη γερμανική κατοχή, στη Μονή υπήρχε ασύρματος και οι Γερμανοί συνέλαβαν και εξετέλεσαν το 1944 τον ηγούμενο της Μονής Γεννάδιο Συλλιγνάκη, ενώ βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν και άλλοι μοναχοί. 
Μετά τη γερμανική κατοχή έγιναν πολλές προσπάθειες αναστήλωσης, με αποτέλεσμα σήμερα η Μονή Τοπλού να έχει αναδειχθεί σε ένα από τα κρητικά μοναστήρια με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Έως εδώ φτάνουν χιλιάδες προσκυνητές οι οποίοι εκτός των άλλων επισκέπτονται και το γνωστό φοινικόδασος του Βάι. 

Παρά την τεράστια περιουσία που καλείται να διαχειριστεί η Μονή δεν έχει παρά ελάχιστους μοναχούς οι οποίοι έχουν γίνει πρωτοπόροι στη βιολογική καλλιέργεια λαδιού, κρασιού, ρακής, τα οποία φέρουν στην ετικέτα την ονομασία «Τοπλού». Η Μονή έχει τέσσερις μοναχούς σήμερα, αλλά διαθέτει μεγάλη περιουσία και επιρροή στην περιοχή. 
 
 Μονή Αγίου Γεωργίου Γοργολαΐνη

Εσπερινοί που διατηρούν την αυθεντικότητα του παρελθόντος 

i49

Μια εξαιρετικά αρχαία μονή της Κρήτης είναι αυτή του Αγίου Γεωργίου Γοργολαΐνη. Δημιουργήθηκε και αυτή στην περίοδο της ενετοκρατίας και αναφέρεται ήδη από τον 13ο αιώνα. Ιδρυτής του φέρεται ο αρχιερέας Σίλβεστρος. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στον άγιο Γεώργιο ο ναός του οποίου αποπερατώθηκε το 1627.
Το Γοργολαΐνι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τόνωση του θρησκευτικού και εθνικού συναισθήματος των Ασιτιανών και όχι μόνο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. 
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας υπήρξε κέντρο επαναστατικών κινημάτων λόγω της θέσης της και πυρπολήθηκε από τους Τούρκους. Τον Αύγουστο του 1822 στη μονή έγινε μάχη ανάμεσα σε 5.000 επαναστάτες και 22.000 Τούρκους. Το 1830 ανοικοδομήθηκε από τον ηγούμενο Μεθόδιο και το μοναχό Νεόφυτο. Το

1866 συγκλήθηκε εκεί συνέλευση των επαναστατών από το Μιχαήλ Κόρακα. Οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν το γεγονός και εξαπέλυσαν επίθεση, αποκρούστηκαν όμως από τους επαναστάτες και τράπηκαν σε φυγή. Το 1867, έπειτα από αιματηρή μάχη, οι αγωνιστές ηττήθηκαν και ο Κόρακας έφυγε αναγκαστικά από το μοναστήρι. Την περίοδο εκείνη σκοτώθηκε και ο οπλαρχηγός Μαστραχάς. 
Η Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου του Γοργολεήμονος βρίσκεται σε υψόμετρο 500 μέτρων κοντά στο χωριό Κάτω Ασίτες, όπου υπάγεται, και ήταν αυτή που επιβίωσε περισσότερο από τα υπόλοιπα μοναστήρια της περιοχής, κατά τις διάφορες επαναστάσεις την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Μονή, μοναστήρι, εκκλησία

Η ιδιαιτερότητα της Μονής σήμερα, εκτός από την πλούσια και ηρωική ιστορία της, είναι ότι η μικρή μοναστική κοινότητα επιμένει να μη χρησιμοποιεί μικρόφωνα και ηλεκτροφωτισμό στην εκκλησία, οπότε οι λειτουργίες και οι εσπερινοί εδώ, διατηρούν την αυθεντικότητα του παρελθόντος. Επίσης άξιο αναφοράς είναι το παλιό ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο λαϊκής εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής του 19ου αιώνα ενώ τα παλιά κελιά έχουν αντικατασταθεί. Το 1966 μοιράστηκε στους χωριανούς το σύνολο σχεδόν της περιουσίας της μονής, στην οποία απέμειναν μόνο λίγα κομμάτια γύρω της. 
Οι παλιοί κάτοικοι των Ασιτών έλεγαν ότι παλαιότερα στην θέση του μοναστηριού ήταν μια εκκλησία, ο Άγιος Νικόλαος. Η ονομασία του μοναστηριού προήλθε από μία ιστορία. Λέγεται ότι στην εκκλησία ήταν ένας άνθρωπος μία νύχτα και διψούσε πολύ. Κάποια στιγμή είδε μπροστά του ένα καβαλάρη και του έδωσε νερό.

Και τότε αφού ήπιε νερό τον ρώτησε ποιος είναι και ο καβαλάρης απάντησε ο Άγιος Γεώργιος. Επειδή του πήγε γρήγορα νερό, τον ονόμασαν Άγιο Γεώργιο Γοργολαΐνη. 
Στον περίβολο του μοναστηριού μπορεί να δει κανείς την προτομή του γενναίου οπλαρχηγού Φραγκιά Μαστραχά ο οποίος σε ηλικία 75 ετών, σκοτώθηκε το 1868 σε μάχη εναντίον των Τούρκων στις Ασίτες. Επίσης, στην κρήνη της μονής υπήρχε ένα μαρμάρινο λιοντάρι, από την εποχή της Ενετοκρατίας, το οποίο όμως κλάπηκε το 1990. Λέγεται μάλιστα ότι η ονομασία Γοργολαήνης προέρχεται από το γοργό γέμισμα των λαγηνιών.
 
 
Moνή Χρυσοσκαλιτίσσης

Το μοναστήρι με τα 90 χρυσά σκαλοπάτια! 

Από τον 17ο αιώνα σε μια εντυπωσιακή θέση στην Κοινότητα Βάθης του Δήμου Κισάμου, βρίσκεται η Μονή της Χρυσοσκαλίτισσας. Βρίσκεται σε απόσταση 72 χιλιομέτρων νοτίως από την πόλη των Χανίων, και σε υψόμετρο 35 μέτρων έχει θέα το Λιβυκό πέλαγος. Σύμφωνα με την Κρητική παράδοση η ονομασία προέκυψε από τα 90 σκαλιά της μονής τα οποία αναφέρεται πως ήταν χρυσά. Το μοναστήρι είναι αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και την Κοίμηση της Θεοτόκου. 

Για τη Μονή δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Η παράδοση και εδώ συνδέει τον χώρο με την εύρεση της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου σε κόγχη του βράχου. Η εικόνα αυτή κατά την παράδοση «κρύφτηκε» εδώ πιθανότατα την εποχή της Εικονομαχίας. Λέγεται δε ότι βρέθηκε από ένα γεωργό που έβλεπε σαν όραμα φλόγα καντηλιού τα βράδια. Πριν κτισθεί η Χρυσοσκαλίτισσα στη θέση της υπήρχε άλλος ναός αφιερωμένος στην κοίμηση της Θεοτόκου. 
Οι πιστοί της περιοχής αποφάσισαν να κτίσουν μεγαλύτερη την εκκλησία στους πρόποδες του βράχου. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα αν και είχε μεταφερθεί αλλού, επέστρεφε στη θέση που είχε πρωτοβρεθεί με αποτέλεσμα ο ναός να κτιστεί πάνω στον βράχο. 

Μονή Χρυσοσκαλίτισσας

Τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ο Πατριάρχης πούλησε τα κτήματα της Μονής και το χρυσό σκαλοπάτι, για να πληρώσει τους φόρους στον σουλτάνο. Την ημέρα του Πάσχα το 1824 που έγινε η σφαγή στο Λαφονήσι από τους Τουρκοαιγύπτιους, καταστράφηκαν και οι εκκλησίες της περιοχής. Οι Τούρκοι αποπειράθηκαν να καταστρέψουν και τη Χρυσοσκαλίτισσα αλλά η παράδοση λέει ότι τους εμπόδισε ένα σμήνος μελισσών! 
Το 1855 άρχισε η αναβίωση της Μονής με την εγκατάσταση του μοναχού Μανασσή Καραγιαννάκη. Ωστόσο λίγες δεκαετίες μετά, το 1900 η Μονή διαλύθηκε και επανιδρύθηκε το 1940 ως γυναικεία. 
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής φιλοξενήθηκαν εδώ Έλληνες αλλά και Άγγλοι αγωνιστές 

ΣΤΟΝ ΚΡΟΥΣΩΝΑ

Μονή Αγίας Ειρήνης

DSCN1600

Περίπου τρία χιλιόμετρα δυτικά του Κρουσώνα βρίσκεται η γυναικεία μονή Αγίας Ειρήνης Κρουσώνα. Το μοναστήρι είναι χτισμένο σε υψόμετρο 630 μέτρων και η πρόσβαση στη μονή γίνεται μέσω του δρόμου που συνδέει τον Κρουσσώνα με το Κρουσσανιώτικο Λιβάδι και με το διπλανό ίδρυμα για παιδιά “ο Άγιος Σπυρίδων”.
Είναι από τις αρκετά παλιές μονές της Κρήτης, καθώς κάποιες μαρτυρίες την θέλουν να λειτουργεί από τον 15ο αιώνα, αν και η πρώτη επίσημη αναφορά της γίνεται σε έγγραφα του ύστερου 16ου αιώνα με ηγούμενό της τον Ιωνά Δανίλη. Η μονή στα τέλη του 16ου αιώνα και στην αρχή του 17ου αιώνα ανήκε στο φέουδο της οικογένειας Mudazzo. Ελάχιστες είναι τα έγγραφα για την ιστορία της μονής, γεγονός που μάλλον συνδέεται με την καταστροφή της από τους Τούρκους το 1822. Έκτοτε το ερειπωμένο μοναστήρι περιήλθε στην περιουσία της κοντινής μονής Κεράς Ελεούσας στην Κιθαρίδα για να ξανακατοικηθεί από μοναχές το 1944. 
Ο δίκλιτος ναός της μονής είναι αφιερωμένος στην Αγία Ειρήνη (5 Μαΐου) και στην Κοίμηση της Θεοτόκου (15 Αυγούστου) και περιβάλλεται από νεόκτιστα κτίρια που διαμένουν οι μοναχές. Το μοναστήρι ανήκει στα ακμαία μοναστήρια της Κρήτης. 

ΣΤΟ ΦΟΔΕΛΕ 
 

Μονή Αγίου Παντελεήμονος

FODELE

Στην ευρύτερο περιοχή του Φόδελε, βρίσκεται η μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Σύμφωνα με την αποδεκτή εκδοχή, η μονή ιδρύθηκε στις αρχές της Τουρκοκρατίας από τους μοναχούς Μακάριο, Κοσμά και Ιερεμία, που ήρθαν από το παλιό μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, κοντά στο χωριό Σίσες Μυλοποτάμου, η οποία καταστράφηκε από τους Τούρκους. Στην είσοδο του μοναστηριού βρίσκεται επιγραφή με χρονολογία το 1677. 
Υπάρχουν και κάποιες άλλες μαρτυρίες που θέλουν τη Μονή να είναι ενεργή από το δεύτερο μισού του 16ου αιώνα, ωστόσο δεν έχουν επιβεβαιωθεί.

Στο ναό βρίσκονται ενδιαφέρουσες εικόνες, όπως ο Μέγας Αρχιερεύς (1837), η Ρίζα του Ιεσσαί (1782), ο Άγιος Δημήτριος (1762), καθώς επίσης και ο Άγιος Γεώργιος, φιλοτεχνημένη από τον Τζώρτζη Καστροφύλακα. Η τοπική παράδοση θέλει την τριετία 1537-1539 ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα να επιτίθεται στα παράλια της Κρήτης. Επιθέσεις δέχεται και η Μονή του Αγίου Αντωνίου με συνέπεια οι τρεις μοναχοί που την υπηρετούσαν να την εγκαταλείψουν και να εγκατασταθούν στον Άγιο Παντελεήμονα. Οπως είπαμε αυτό δεν έχει επιβεβαιωθεί από άλλες πηγές. 
Το 1859 ήταν ηγούμενος της μονής ο Χατζή Νεόφυτος Πεδιώτης, από την Αχλάδα, δραστήριος κληρικός. Φρόντισε για να πλουτίσει η μονή με τις αγορές κτημάτων και έλαβε μέρος στη μάχη στο Σερβιλί, το 1866Λ [1]. Ο ηγούμενος πολέμησε σώμα με σώμα με τους Τούρκους και σώθηκε, σύρθηκε στο φαράγγι του Αλμυρού, θεραπεύτηκε και είδε την απελευθέρωση της Κρήτης. Απεβίωσε το 1906. 
Στον Άγιο Παντελεήμονα εγκαταστάθηκε το στρατηγείο του Πετροπουλάκη το Δεκέμβριο του 1866 και αποθηκεύτηκαν στο σημείο αυτό 800 κιβώτια με πολεμοφόδια που μεταφέρθηκαν με τα πλοία “Πανελλήνιον” και “Ύδρα”. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς (Καλογερόπουλος, Κύρου) που ασχολήθηκαν με το Δομίνικο Θεοτοκόπουλο υποστήριξαν ότι ο μεγάλος Κρητικός ζωγράφος έμαθε στο σημείο αυτό την αγιογραφία, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι όταν ζούσε ο ζωγράφος στην Κρήτη, το μοναστήρι κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε οικοδομηθεί ακόμη.
 
 
Μονή Φανερωμένης

Το μεγαλύτερο προσκύνημα της ανατολικής Κρήτης

shutterstock_668528950

Μια από τις πιο σημαντικές μονές της Κρήτης και ίσως το μεγαλύτερο προσκύνημα της ανατολικής Κρήτης σήμερα, είναι η Μονή Φανερωμένης. Η ίδρυση της χάνεται στα βάθη του χρόνου, αλλά είναι σίγουρο ότι βρισκόταν σε λειτουργία στα τέλη του 13ου αιώνα, καθώς σύμφωνα με την παράδοση το έτος 1282 συγκεντρώθηκαν εδώ οι αρχηγοί της Κρήτης για να αποφασίσουν για το μέλλον του αγώνα εναντίον των Ενετών κατακτητών. Το πιθανότερο δηλαδή βάσει των μελετητών, είναι ότι το Μοναστήρι πιθανόν ιδρύθηκε κατά τη νεοβυζαντινή περίοδο (961-1204), νωρίτερα δηλ. από την κατάληψη της Κρήτης από τους Ενετούς το έτος 1211.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Ιεράπετρας, γνωστή και ως “Παναγία Γουρνιών”, βρίσκεται κτισμένη στην πλαγιά βουνού παραφυάδας της Δίκτης, νοτιοδυτικά της Παχείας Άμμου του Δήμου Ιεράπετρας πάνω από την Μινωική πόλη Γουρνιά και σε υψόμετρο 540 μέτρων. Από τη Μονή εκτείνεται σε πανοραμική άποψη η πόλη του Αγίου Νικολάου και ο όμορφος κόλπος του Μεραμβέλλου με τις γραφικές ακτές και τα νησάκια του.

Τα κτιριακά συγκροτήματα αναπτύχθηκε σε βάθος χρόνους, καθώς φαίνεται ότι τα πιο πρόσφατα κτίσματα είναι του 19ου αιώνα ή ακόμη και του 20ου, ωστόσο άλλα στοιχεία προέρχονται από την περίοδο της πρώιμης τουρκοκρατίας ή ακόμη και νωρίτερα. 
Το κυρίως κτίριο έχει κάτοψη σε σχήμα ορθογώνιου με γενικές διαστάσεις περίπου 49,5 χ 24,5 μ. Είναι χτισμένο πάνω σε ιδιαίτερα επικλινές, βραχώδες έδαφος, εμπρός από ένα κατακόρυφο βράχο σε ένα σπήλαιο, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό του μοναστηριού. Το ανακαινισμένο καθολικό είναι ναός με διπλή αφιέρωση στην Υπεραγία Θεοτόκο, Κοίμηση και Ζωοδόχος Πηγή, και φράσσει σπήλαιο με λατρευτικό χαρακτήρα, το οποίο αποτέλεσε και τον πυρήνα της ανάπτυξης της μονής. Το συγκρότημα αποτελείται από τέσσερις ενότητες κτισμάτων διατεταγμένες γύρω από μια στενή αυλή. Έξω από το κυρίως συγκρότημα υπάρχουν διάφορα βοηθητικά κτίσματα και ο νεότερος ξενώνας της Μονής. Παρά τις επεμβάσεις που έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια και οι οποίες του έχουν επιφέρει σοβαρές κατά τόπους αλλοιώσεις, το οικοδομικό συγκρότημα της Μονής Φανερωμένης αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό δείγμα της κρητικής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. 

Το Καθολικό της Μονής έχει κτιστεί μέσα σε κοίλωμα υπερκείμενου μεγάλου βράχου, σε μια σπηλιά, είναι κατάγραφο και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου και τη Ζωοδόχο Πηγή. Το Ιερό επικοινωνεί με άλλο σπήλαιο. Εκεί συγκεντρώνεται από τριχοειδείς επιφάνειες νερό, το οποίο λαμβάνουν οι πιστοί ως αγιασμό. Σύμφωνα με την παράδοση μέσα στο σπηλαιώδη ναό του Καθολικού της Μονής φανερώθηκε η εικόνα της Θεοτόκου σε κάποιο βοσκό γι᾽ αυτό και το Μοναστήρι ονομάστηκε Παναγία Φανερωμένη. Συγκεκριμένα, αυτός ο βοσκός έχανε καθημερινά τον οδηγό, τον μπροστάρη, του κοπαδιού του τις ώρες του μεσημεριού. Μια μέρα αποφάσισε να αφήσει το κοπάδι και να παρατηρήσει τον κρύο, ο οποίος πήγε σε απόρρωγο βράχο από τον οποίο έρρεε λίγο νερό και έπινε. Πλησίασε και βρήκε εκεί την εικόνα της Θεοτόκου. Όταν, όμως, την πήρε μαζί του και την έβαλε στο σακίδιο του με σκοπό να τη φέρει στη στάνη, η εικόνα εξαφανίστηκε. Την επόμενη μέρα ο βοσκός ήλθε πάλι στο ίδιο μέρος και βρήκε την εικόνα. Αυτό επαναλήφθηκε αρκετές φορές, μέχρι που ο βοσκός βεβαιώθηκε ότι η εικόνα επέστρεφε πάντα στο σημείο που βρέθηκε, γι’ αυτό και την άφησε στη θέση της, όπου σιγά – σιγά κτίστηκε η Μονή. Η ίδια η εικόνα κατά περιόδους, ιδιαίτερα τον δεκαπενταύγουστο και τις άλλες θεομητορικές εορτές, επανεμφανίζεται στους πιστούς και κατά μυστηριώδη τρόπο πάλι χάνεται.

Η Μονή Φανερωμένης πανηγυρίζει την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου. Η Παναγία η Φανερωμένη είναι θαυματουργός, γι᾽ αυτό και είναι πασίγνωστη σ᾽ ολόκληρη την Κρήτη και ιδιαίτερα στο Νομό Λασιθίου και στις επαρχίες Πεδιάδας και Βιάννου του Ν. Ηρακλείου. Πλήθος πιστών κατακλύζει κατ’ έτος τη Μονή κυρίως τις παραμονές της εορτής. Η εορτή της Παναγίας στο Μοναστήρι έχει κάτι το μοναδικό. Καθημερινά κατά τη διάρκεια του ∆εκαπενταυγούστου συρρέει πλήθος πιστών, ενώ πολλοί, κυρίως νέοι και μητέρες με τα παιδιά τους, συνεχίζοντας την παράδοση πολλών γενεών, ανεβαίνουν με τα πόδια, προκειμένου να εκπληρώσουν κάποιο τάμα τους, να ευχαριστήσουν την Παναγία για τη βοήθεια που τους προσέφερε, και με ευλάβεια, ταπείνωση και πίστη να προσευχηθούν στην Κυρία Φανερωμένη.

 Η εθνική προσφορά της Μονής Φανερωμένης ή Γουρνιώτισσας υπήρξε τεράστια τα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας που λειτούργησε ως προμαχώνας για τους αγωνιστές των κρητικών επαναστάσεων. Μάλιστα, ενίσχυε και οικονομικά τις διάφορες επαναστάσεις κατά των Τούρκων, όπως άλλωστε οι περισσότερες Μονές της Κρήτης. 

Οι μοναχοί της Ιεράς Μονής Φανερωμένης δίδασκαν ανάγνωση και γραφή όχι μόνο στους νέους που είχαν βρει καταφύγιο στο Μοναστήρι αλλά και στα παιδιά των γύρω χωριών. 

Από τις δωρεές των χριστιανών η Μονή είχε αποκτήσει μεγάλη αγροτική περιουσία την περίοδο της τουρκοκρατίας και είχε μετόχια τις Ιερές Μονές Αρμού, Εξακουστής και Καρυδιανής Ιεράπετρας. Μάλιστα, η μεγάλη περιουσία της υπήρξε η αιτία σφοδρής αντιδικίας με τούς Τούρκους αγάδες της Ιεράπετρας Τσαγκαλήδες, που είχαν γειτονικές περιουσίες και προσπαθούσαν να αρπάξουν τις συνορεύουσες εκτάσεις της Μονής, που αναγκάστηκε να αποδυθεί σε δικαστικούς αγώνες για να περισώσει τις ιδιοκτησίες της.

Το 1881 η Μονή είχε 7 Μοναχούς, ενώ το 1901 αριθμούσε 19 Μοναχούς. 
Σήμερα εγκαταβιούν στη Μονή δύο μοναχοί. 
 
 Μονή Χρυσοπηγής

Πασίγνωστη για την οικολογική και περιβαλλοντική της δράση

1

Από τον 16ο αιώνα λειτουργεί στα Χανιά η Ιερά Μονή της Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής. Μάλιστα ιδρύθηκε από τον γιατρό Ιωάννη Χαρτοφύλακα, σε χώρο όπου λειτουργούσε ήδη ένα μικρό μοναστήρι. 
Το κτιριακό συγκρότημα της Μονής έχει σχήμα επιμήκους τετραπλεύρου και στο κέντρο αυτού βρίσκεται το τρίκογχο με τρούλο καθολικό, το οποίο κατά το 1863 επεκτάθηκε με νάρθηκα και πλευρικά παρεκκλήσια. Την περίοδο της ενετοκρατίας η Χρυσοπηγή γνώρισε μεγάλη ακμή και το 1645 ο ηγούμενος της, ο Φιλόθεος Σκούφος, συμμετείχε στην άμυνα της πόλης εναντίον των Οθωμανών. Υπέστη σημαντικές καταστροφές από τους Οθωμανούς και το 1821 ερημώθηκε. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η μονή χρησιμοποιήθηκε ως διοικητήριο των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής και μόλις το 1976 αναστηλώθηκε εκ νέου από τη νέα γυναικεία αδελφότητα. Από τα κειμήλια της μονής διασώθηκε στο πέρασμα των αιώνων ένας μικρός αριθμός εικόνων, ιερών σκευών, χειρογράφων, βιβλίων και αμφίων. 

Σήμερα οι μοναχές ασχολούνται με την αγιογραφία, τη συντήρηση παλιών βιβλίων και εικόνων, τη βιβλιοδεσία και το εκκλησιαστικό κέντημα. Ωστόσο, η Μονή είναι πασίγνωστη για την οικολογική και περιβαλλοντική της δράση.
Στη Χρυσοπηγή καλλιεργούνται με βιολογικό τρόπο σε έκταση 130 στρεμμάτων ελιές, μανταρινιές, πορτοκαλιές, αβοκάντο, συκιές, βερικοκιές και λαχανόκηποι. Επίσης, οι μοναχές πραγματοποιούν προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης για μαθητές σχολείων από όλη την Ευρώπη! 

Μονή Χρυσοπηγής

Στη μονή ανήκει το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής Βαρύπετρο, στο οποίο έχει ιδρυθεί Κέντρο Ορθοδοξίας και Οικολογίας όπου πραγματοποιούνται τα εκπαιδευτικά προγράμματα. 

Επίσης λειτουργούν εκκλησιαστικό και λαογραφικό μουσείο, στα οποία φυλάσσονται παλιές εικόνες, ιερά σκεύη, δείγματα εκκλησιαστικής χρυσοκεντητικής του 18ου – 19ου αιώνα, σταυροί ευλογίας, βιβλία, επίσημα έγγραφα και ξυλόγλυπτα λαϊκής κεντητικής, παραδοσιακές στολές, δείγματα κοσμικής και εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής, φωτογραφίες, πίνακες, παραδοσιακά εργαλεία γεωργικής χρήσης κ. ά. 
Στον χώρο της Μονής υπάρχουν παρεκκλήσια αφιερωμένα στον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και εορτάζει στις 26 Σεπτεμβρίου και 8 Μαΐου, στην Αγία Αικατερίνη 25 Νοεμβρίου, στον Άγιο Χαράλαμπο, 10 Φεβρουαρίου, στον Άγιο Ιωάννη τον Καλυβίτη, 15 Ιανουαρίου και στον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, 10 Νοεμβρίου. Στη

Μονή της Αγίας Κυριακής που εορτάζει στις 7 Ιουλίου υπάρχει ο ναός της Μεταμορφώσεως που εορτάζει στις 6 Αυγούστου και τα σπηλαιώδη παρεκκλήσια του Αγίου Αντωνίου, των Αγίων Επτά Παίδων, του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου και των Νεομάρτυρων της Κρήτης. 
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η μονή μετατράπηκε σε διοικητήριο των δυνάμεων των κατακτητών.

Αγία Τριάδα Τζαγκαρόλων
Κτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς του Σταυρού

τσαγκαρόλων

Ένα από τα πιο ιστορικά μοναστηριακά συγκροτήματα της Κρήτης, βρίσκεται στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου, μόλις 15 χιλιόμετρα από την πόλη των Χανίων. Η ιστορία του είναι πλούσια και ξεκινά στα χρόνια της ύστερης ενετοκρατία. 
Στο σημείο όπου είναι χτισμένη η μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων υπήρχε παλαιότερα άλλη μικρότερη μονή. Το 1611 οι βενετσιάνικες αρχές των Χανίων ανέθεσαν στον ιερομόναχο Ιερεμία Τζαγκαρόλο (που καταγόταν από ενετοκρητική οικογένεια με επιρροή σε όλους τους Χριστιανούς της περιοχής, τόσο στους

Ορθόδοξους όσο και στους Καθολικούς) την ανασυγκρότησή της. Ο Ιερεμίας Τζαγκαρόλος αποφάσισε να κατασκευάσει στο σημείο ένα μεγαλύτερο μοναστηριακό συγκρότημα, τα σχέδια του οποίου έκανε ο ίδιος. Ο εν λόγω μοναχός ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος και είχε γνώσεις αρχιτεκτονικής. Στην σχεδίαση και κατασκευή του μοναστηριού επηρεάστηκε από τον Ιταλό αρχιτέκτονα του 16ου αιώνα Σεμπαστιάνο Σέρλιο (Sebastiano Serlio). Μετά το θάνατό του γύρω στο 1634, οι εργασίες συνεχίστηκαν από τον αδερφό του Λαυρέντιο, που ήταν και αυτός μοναχός, διακόπηκαν όμως το 1645 όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν τα Χανιά.

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το Μοναστήρι ήταν γνωστό ως Selvili Manastır (το Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια). 
Κατά την επανάσταση του 1821 η μονή κάηκε από τους Οθωμανούς και έτσι καταστράφηκαν και πολλά κειμήλια που βρίσκονταν σε αυτή. Εννιά χρόνια αργότερα οι Οθωμανικές Αρχές έδωσαν άδεια για την ολοκλήρωση του ναού της μονής στους μοναχούς Καλλιόπιο και Γρηγόριο. Το 1864 χτίστηκε το καμπαναριό. Από το 1892 και για δεκατρία χρόνια λειτούργησε στην μονή ιεροδιδασκαλείο ενώ κατά την επανάσταση του 1896-97 το μοναστήρι μετατράπηκε σε νοσοκομείο και στρατηγείο των επαναστατών. 

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η μονή χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Έλληνες για αποθήκευση εφοδίων και αργότερα, μετά την κατάληψη της Κρήτης από τα γερμανικά στρατεύματα, οι Γερμανοί εγκατέστησαν εκεί, το 1942, τη Σχολή του Αντιεροπορικού Πυροβολικού και το 1944 150 με 200 στρατιώτες. 

Η Μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων είναι Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή. 

Η Μονή της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων είναι ένα τετράπλευρο μοναστηριακό συγκρότημα με εσωτερική αυλή όπου βρίσκεται το καθολικό της μονής. Η κεντρική είσοδος του μοναστηριού είναι στη δυτική πλευρά του συγκροτήματος. Σε αυτήν οδηγεί μνημειώδης σκάλα που καταλήγει σε πλατύσκαλο. Στις δύο πλευρές της πύλης υπάρχουν δύο ζεύγη μεγάλων κιόνων ιωνικού ρυθμού που υποβαστάζουν τον θριγκό. Πιο πάνω υπάρχουν άλλα δύο ζεύγη μικρότερων κιόνων κορινθιακού ρυθμού, μεταξύ των οποίων σχηματίζεται ένα ημικυκλικό τόξο. Στην κορυφή και στο μέσο της αρχιτεκτονικής σύνθεσης υπάρχει ένα μεγάλο αέτωμα και κάτω από αυτό μια ελληνική επιγραφή. Δύο μικρότερα αετώματα έχουν κατασκευαστεί πάνω από τις κολόνες κορινθιακού ρυθμού. Στην πύλη του μοναστηριού, που είναι κατασκευασμένη με πωρόλιθο, είναι φανερή η επίδραση του Libro estraordinario του Ιταλού αρχιτέκτονα Σεμπαστιάνο Σέρλιο. 

Η επίδραση του είναι εμφανής και στον τρόπο κατασκευής γενικά του κτιρίου της δυτικής πλευράς του μοναστηριακού συγκροτήματος, που εξωτερικά είναι τριώροφο και εσωτερικά δυόροφο. Οι αδερφοί Τζαγκαρόλο φαίνεται πώς γνώριζαν και χρησιμοποίησαν τις δύο λύσεις που ο Ιταλός αρχιτέκτονας πρότεινε στο έβδομο βιβλίο του για την κατασκευή ενός κτιρίου σε μέρος με κλίση όπως είναι και το σημείο που είναι χτισμένο το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων. 

Από την κεντρική είσοδο ένας θολωτός διάδρομος οδηγεί στην εσωτερική αυλή του μοναστηριού όπου βρίσκεται το καθολικό της μονής. Το καθολικό είναι κατασκευασμένο με λαξευτή πέτρα, κατά τον αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκογχου με τρούλο. Τα μορφολογικά του στοιχεία, και κυρίως ο διάκοσμός του, συνδέονται με τη δυτική αρχιτεκτονική. Το τέμπλο του ναού κατασκευάστηκε το 1836 και είναι ξυλόγλυπτο και επίχρυσο και οι περισσότερες από τις εικόνες του φέρεται να έγιναν από τον ζωγράφο Μερκούριο, από τη Σαντορίνη. Στην εκκλησία υπάρχουν και δύο παρεκκλήσια, της Ζωδόχου Πηγής και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Στην αυλή, δίπλα στο καθολικό, υπάρχει ένας μικρός ναός, του Σωτήρος Χρηστού. 

Στη δυτική πλευρά του συγκροτήματος υπάρχουν κελιά των μοναχών, τα κελάρια του κρασιού και το παλιό ελαιουργείο. Η βιβλιοθήκη της μονής βρίσκεται στη βόρεια πλευρά ενώ στην νότια είναι το οστεοφυλάκειο και το ηγουμενείο. Η εκκλησιαστική σχολή που λειτούργησε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα εντός της μονής στεγάστηκε στην ανατολική πλευρά του συγκροτήματος. 
Η Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα μοναστηριακά συγκροτήματα του νησιού με προσφορά στην Ιστορία και την Παιδεία της Κρήτης. Είναι κτισμένη στους πρόποδες της οροσειράς του Σταυρού, στη θέση “Τζομπόμυλος” του ακρωτηρίου Μελέχα.

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button