ΉπειροςΤοπικές Είδησης

Ένας Άγγλος συγγραφέας που έκανε πατρίδα του τα Ζαγοροχώρια και την Κέρκυρα

Συντάκτης: M. Hulot lifo.gr

Εξωτερική Φωτ.: Κώστας Ζήσης για lifo.gr

Τον Jim Potts τον γνώρισα στην Κόνιτσα. Ήταν καλεσμένος του Christopher King στο τριήμερο φεστιβάλ που οργάνωσε πριν από λίγο καιρό σε συνεργασία με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά: Οι μουσικές κουλτούρες των Νοτίων Βαλκανίων» και είχε πολλά να πει για την ελληνική μουσική. Βαθιά γνώστης και επί 56 χρόνια μελετητής της ελληνικής κουλτούρας, είναι ένας άνθρωπος που έκανε πατρίδα του την Ελλάδα, παντρεύτηκε Ελληνίδα και επέλεξε να γίνει Έλληνας στη συνείδηση και στο πνεύμα, ακόμα και αν δυσκολεύεται να μιλήσει όπως θα ήθελε τα ελληνικά.

Ο Jim έχει ζήσει μια συναρπαστική ζωή, έχει ταξιδέψει (και μείνει για χρόνια) σε πολλά μέρη του κόσμου ως διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου και πολιτιστικός ακόλουθος της Βρετανικής Πρεσβείας, τα περισσότερα από αυτά ήταν στην Ελλάδα, στη Βόρεια Ελλάδα και στην Κέρκυρα, όπου ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την κουλτούρα των Ιόνιων Νησιών.

Μετά πέρασε απέναντι, στην Ήπειρο, και γοητευμένος από τη μουσική και την ομορφιά του τόπου άρχισε να μελετάει τα ηπειρώτικα, την ποίηση της περιοχής και τον ντόπιο πολιτισμό, και να γράφει γι’ αυτά. Σήμερα είναι κυρίως συγγραφέας με πλούσιο έργο που θα άξιζε να είναι περισσότερο γνωστό στους Έλληνες, κυρίως ποίηση και δοκίμια, αλλά και πολλά άρθρα για την ελληνική μουσική, τον ελληνικό εθνικισμό και τον σοβινισμό των ξένων. Το βιβλίο του «Τα Ιόνια νησιά και η Ήπειρος, μια πολιτιστική ιστορία» (The Ionian Islands and Epirus, A cultural history) που κυκλοφόρησε από την Oxford University Press το 2010, και επανακυκλοφορεί από τη Signal Books, είναι μια πολιτιστική μελέτη των Ιόνιων Nησιών και της Ηπείρου, και των λόγων που μάγεψαν αμέτρητους περιηγητές του 19ου αιώνα, τον λόρδο Βύρωνα, τον Έντουαρντ Λιρ και τους Ντάρελς, τον Λουί ντε Μπερνιέρ και τον Nίκολας Κέιτζ.

«Η Ελλάδα με έχει αλλάξει ως άνθρωπο με ήπιους τρόπους. Με έχει κάνει πιο ανοιχτό, γενναιόδωρο και εξωστρεφή, λιγότερο ανήσυχο απ’ ότι είμαι στην Αγγλία. Με λίγα λόγια, πιο χαρούμενο και δημιουργικό».

«Γεννήθηκα στο Μπρίστολ, αλλά στα οκτώ μου μετακομίσαμε σε μια μικρή πόλη του Σόμερσετ», λέει. «Ήμουν τυχερός με τους δασκάλους που είχα μέχρι τα δεκατρία μου και ξανά στο τελευταίο έτος στο γυμνασίου στο Bruton γιατί μού εμφύσησαν την αγάπη για τη λογοτεχνία σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά τις εισαγωγικές εξετάσεις μού προσφέρθηκε μια θέση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, στο Wadham College. Άρχισα να γράφω σοβαρά περίπου στα δεκαέξι ή τα δεκαεπτά μου, αν και πολύ νωρίτερα, στα δώδεκά μου, είχαν δημοσιευτεί ποιήματά μου σε σχολικά περιοδικά. Οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί όσον αφορά τα ακαδημαϊκά μου ενδιαφέροντα και μου παρείχαν ένα περιβάλλον στο οποίο μπορούσα να διαβάζω και να μελετώ. Έκανα γαλλικά και γερμανικά, όπως και αγγλική λογοτεχνία, με την οποία ασχολήθηκα στην Οξφόρδη.

Το Σόμερσετ και το Ντόρσετ επηρέασαν τον έναν άξονα της γραφής μου, την αίσθησή μου για την εξοχή και το περιβάλλον, καθώς και τον σεβασμό στην παραδοσιακή αγροτική ζωή. Ανακάλυψα ποιητές που έγραφαν σε διαλέκτους του 19ου αιώνα, οι οποίοι λειτουργούσαν ως αντιστάθμισμα, ισορροπώντας μεταμοντέρνους και αστικούς beat συγγραφείς. Οι παραδοσιακές αγροτικές αγγλικές αξίες μού ασκούσαν μια έλξη και ταυτόχρονα μου δημιουργούσαν μια παρόρμηση να επαναστατήσω, να αγκαλιάσω τον αντικομφορμισμό, και μια σχεδόν υπαρξιακή ορμή για ελευθερία και εμβάθυνση σε ξένες κουλτούρες και διαφορετικούς τρόπους να βλέπεις τα πράγματα.

Η έλξη που μου ασκούσαν η Μεσόγειος και τα νησιά, το ενδιαφέρον μου για το αρχαίο ελληνικό δράμα, που διάβαζα σε μετάφραση, ήταν αυτά που με έκαναν να απαντήσω αμέσως σε μια αγγελία για καθηγητή στην Κέρκυρα. Τα δοκίμια του Καμί για τη Μεσόγειο και η παντοτινή αγάπη μου για τη θάλασσα έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο γι’ αυτό. Εκείνη την εποχή ήμουν απογοητευμένος από τις συνθήκες της αστικής ζωής στο Λονδίνο, παρότι ήταν συναρπαστικό να ζεις εκεί από πολιτιστικής άποψης. Ανακάλυψα πολύ γρήγορα την ελληνική μουσική και, φυσικά, πολλοί από τη γενιά επηρεάστηκαν από τον Ζορμπά του Κακογιάννη. Ελευθερία! Ο Θεοδωράκης και ο Μπομπ Ντίλαν με έκαναν να θέλω να γράψω τα δικά μου τραγούδια. Ο ενθουσιώδης Κολοσσός του Αμαρουσίου του Χένρι Μίλερ ασκούσε τρομερή γοητεία πάνω μου.

Έφτασα στην Κέρκυρα τον Αύγουστο του 1967 και πέρασα έναν χρόνο εκεί διδάσκοντας αγγλικά. Αυτή ήταν μια χρονιά που με διαμόρφωσε και με ενέπνευσε, παρά την αποπνικτική πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα. Το νησί ήταν ακόμα σχετικά υπανάπτυκτο, και εξαιρετικά όμορφο. Είχα έρθει με αυτοκίνητο μια εποχή που δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα, και οι δρόμοι ήταν αρκετά κακοί. Το εξερεύνησα σχολαστικά όλο και έμαθα και τους Παξούς (η μητέρα της συζύγου μου ήταν Παξιώτισσα, ο πατέρας της από τη Ζάκυνθο). Έκανα πολλούς Έλληνες φίλους και ενθουσιάστηκα από την ευγένεια και τη φιλοξενία όλων. Υπήρχαν πολλοί καλλιτέχνες, συγγραφείς και μουσικοί από άλλες χώρες που ζούσαν τότε στο νησί.

Οι περισσότεροι έρχονταν αναζητώντας έμπνευση. Δεν είχε καμία σχέση με την Ύδρα του Λέοναρντ Κοέν ή τις Σπέτσες του Τζον Φόουλς. Δεν είχαν αρχίσει ο μαζικός τουρισμός και η ανεξέλεγκτη δόμηση. Μπορούσες ακόμα να βιώσεις την Κέρκυρα των ανέγγιχτων όρμων και των ελαιώνων που ενέπνευσαν τον Έντουαρντ Λιρ και τον Λόρενς Ντάρελ, και φυσικά πολλούς Έλληνες ποιητές και συγγραφείς. Έχω γράψει πολλά για την πρώτη μου εμπειρία στην Ελλάδα το 1967-1968, ποιήματα και πρόζα, και μικρές ιστορίες.

Γνώρισα τη σύζυγό μου στην Κέρκυρα το 1967. Δούλευε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και βοηθούσε και ως γραμματέας σε μια σχολή ξένων γλωσσών όπου είχα προσληφθεί. Παντρευτήκαμε το 1969. Η Μαρία, δυστυχώς, πέθανε σε ένα δυστύχημα στην Κέρκυρα τον Μάιο του 2022.

Όποτε πάω να ζήσω σε μια άλλη κουλτούρα, προσπαθώ να διαβάσω όσο πιο πολύ μπορώ συγγραφείς από αυτήν τη χώρα. Η σύζυγός μου, η Μαρία, έκανε το ίδιο. Μέχρι να έχω καλύτερη αντίληψη των ελληνικών, βασίστηκα σε μεταφράσεις του Καζαντζάκη, του Σεφέρη και του Ρίτσου. Μου πήρε μερικά χρόνια μέχρι να μπορώ να εκτιμήσω τους Έλληνες ποιητές στο πρωτότυπο. Οι δίγλωσσες εκδόσεις είναι πολύ βοηθητικές. Οι συλλογές ελληνικών παραδοσιακών τραγουδιών σε μετάφραση, επίσης, με ενθουσίαζαν.

Η συλλογή ποιημάτων των εκδόσεων Penguin, Four Greek Poets (σε μετάφραση Sherrard και Keeley), εκδόθηκε το 1966, ακριβώς πριν έρθω στην Ελλάδα. Μία άλλη συναρπαστική εμπειρία ήταν η επαφή με την Οδύσσεια του Ομήρου από μετάφραση, μόλις ήρθα στην Ελλάδα. Όταν έφτασα στην Κέρκυρα, ήθελα να μελετήσω την ιστορία του νησιού και της Ελλάδας γενικότερα. Έφερα πολλά βιβλία μαζί μου.

Τα πρώτα χρόνια στην Κέρκυρα συναναστρεφόμουν κυρίως Έλληνες, τους φίλους της Μαρίας, μια πολύ φιλόξενη παρέα. Μου άρεσε και το ελληνικό φαγητό. Αφού παντρευτήκαμε, άρχισα να αισθάνομαι μισός Έλληνας, υποσυνείδητα τουλάχιστον, παρότι με το Βρετανικό Συμβούλιο εκπροσωπούσαμε τη βρετανική κουλτούρα στο εξωτερικό για τριάντα πέντε χρόνια. Ήμασταν και οι δύο πολύ ανοιχτοί σε ξένες κουλτούρες, πάντα περίεργοι και πρόθυμοι να μάθουμε. Η Ελλάδα σίγουρα τροποποίησε την προσωπικότητά μου και τη στάση μου απέναντι στη ζωή.

Η ασχολία μου με την ελληνική μουσική ξεκίνησε με τον Θεοδωράκη, τις κερκυραϊκές καντάδες, τις φιλαρμονικές πνευστών και τις επιτυχίες με μπουζούκι που έπαιζαν τα τζουκ μποξ στην ταβέρνα. Τη δεκαετία του ’80 άρχισα να αγαπώ το ηπειρώτικο κλαρίνο και τα μοιρολόγια. Η αναβίωση των ρεμπέτικων τη δεκαετία του ’70 με ώθησε να αναζητήσω δίσκους του Τσιτσάνη, της Μπέλλου και του Βαμβακάρη. Η επί χρόνια δουλειά μου στην Αιθιοπία και στην Κένυα με έκανε να αποκοπώ από τη σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική, αν και οι σύντομες επισκέψεις μου στην Ευρώπη με βοήθησαν να ενημερώνομαι σε κάποιο βαθμό.

Υπάρχουν μουσικές που μπορώ να πω ότι μου έχουν αλλάξει τη ζωή, με διάφορους τρόπους: το didgeridoo των Αβοριγίνων, το ηπειρώτικο κλαρίνο, η κλασική μουσική, τα μπλουζ, τα ταξίμια του μπουζουκιού, τα βαριά ρεμπέτικα (η Σωτηρία Μπέλλου), η τζαζ, οι πρώτοι δίσκοι του Έλβις Πρίσλεϊ που άκουσα («Blue Suede Shoes» και «Mystery Train»), το «Smokestack Lightnin» του Howlin’ Wolf, ο John Lee Hooker, ο Blind Willie Johnson, το «Mr Tambourine Man» του Μπομπ Ντίλαν. Η θεραπευτική επίδραση της μουσικής σε περιόδους στρες είναι υψίστης σημασίας, αλλά είναι αδύνατο να συνταγογραφήσεις γι’ άλλους αυτό που κάνει καλό σε σένα. Τη ζωή μου μού άλλαξαν ο Aλμπέρ Καμί και ο Ξένος, η ποίηση των John Donne και Gerard Manley Hopkins, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε και οι ιστορίες του Κάφκα όπως η Μεταμόρφωση.

Έπειτα οι Αμερικάνοι της μπιτ γενιάς είχαν μια λυτρωτική επίδραση πάνω μου. Η πρώιμη αγάπη μου για το ροκ εν ρολ της δεκαετίας του ’50 και το rhythm and blues με οδήγησε στα μπλουζ, που η αγάπη μου γι’ αυτά κρατάει μια ζωή. Θα μπορούσα να κάνω μια μεγάλη λίστα με συγγραφείς από τον Σαίξπηρ μέχρι τον Anthony Hirst (ποιητή και εκδότη μου). Επίσης η σύζυγός μου και πολλοί φίλοι μου άλλαξαν τη ζωή μου και την εμπλούτισαν. Όπως και ένας καθηγητής Λογοτεχνίας που με βοήθησε να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις στο πανεπιστήμιο ‒ εάν δεν είχα περάσει, η ζωή μου θα ήταν εντελώς διαφορετική.

Δεν είχα ξεκάθαρα όνειρα πριν πάω στο πανεπιστήμιο, πάντα όμως ήθελα να ταξιδέψω και να δω τον κόσμο. Έκανα μια ταινία στην Οξφόρδη με soundtrack ειδικά γραμμένο από τον John Lee Hooker, το οποίο συμφώνησε να ηχογραφήσει. Μετά από έναν χρόνο στην Κέρκυρα πήγα στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ για να κάνω μεταπτυχιακό στην παραγωγή ταινιών. Έφτιαξα μια ταινία για έναν Ελληνοαμερικανό θεατρικό συγγραφέα και φιλόσοφο ‒και κουμπάρο μου‒, τον Demetrius Toteras, τον οποίο γνώρισα στην Κέρκυρα το 1967.

H Colenso Books είχε μόλις εκδώσει ένα θαυμάσιο βιβλίο από ένα χειρόγραφό του, «Τα πικρά δάκρυα της μητέρας μου» (And my mother’s bitter tears). Εκείνη την εποχή ήμουν αφοσιωμένος στις ταινίες, δούλευα σε μια ταινία και είχα εκπαιδευτικό ρόλο στην Αιθιοπία και στην Κένυα. Οι δυο κρυφές μου φιλοδοξίες στη ζωή, εκτός από το γράψιμο, ήταν να γίνω σκηνοθέτης ή τραγουδιστής των μπλουζ! Τις δύο τις ξέχασα, αλλά πέτυχα σε έναν βαθμό ως ποιητής.

Κράτησα τα πιο πολλά γραπτά μου σε ένα συρτάρι και άρχισα να εκδίδω ποιητικές συλλογές και ιστορίες αφού συνταξιοδοτήθηκα από το Βρετανικό Συμβούλιο. Είχα την τύχη να βρω ενθουσιώδεις εκδότες και εκδοτικούς. Η Μαρία, η σύζυγός μου, η οποία έγραφε ως Μαρία Στράνη-Ποτς, εξέδωσε ένα πολύ πετυχημένο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Κέρκυρα και έχει τον τίτλο «Η γάτα του Πορτοβέκιο». Αρχικά βγήκε στην Αυστραλία ‒το έγραψε στα αγγλικά‒ και ελπίζω να βγει και μια νέα έκδοση στα δύο επόμενα χρόνια από την Colenso Books. Η ελληνική μετάφραση κυκλοφόρησε από τον Κέδρο.

Την Ήπειρο την επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Πάσχα του 1968. Πήρα το αυτοκίνητό μου και τρεις φίλους και πήγαμε στα Γιάννενα και στη Δωδώνη, έπειτα στα Μετέωρα και στους Δελφούς. Όμως ταξίδεψα στην Ήπειρο εκτενώς και για παρατεταμένες περιόδους το 1982 και 1983. Αγαπάω πολύ και τα Ζαγοροχώρια.

Το «Corfu Blues» ήταν το πρώτο βιβλίο μου που εκδόθηκε, αν και κάποια λογοτεχνικά περιοδικά είχαν δημοσιεύσει ήδη μερικά ποιήματά μου, επίσης μεταφρασμένα. Γενικά, απέφευγα τις εκδόσεις, καθώς αισθανόμουν ότι δεν ταίριαζαν με τις επαγγελματικές μου προτεραιότητες ή τον ρόλο μου. Η δουλειά μου, ανάμεσα σε πολλές άλλες ευθύνες, ήταν να προωθώ άλλους συγγραφείς, όχι τα δικά μου γραπτά. Το Corfu Blues (2006) είναι μια συλλογή ποιημάτων, τραγουδιών και δοκιμίων για την Ελλάδα και κάποιες γειτονικές βαλκανικές χώρες, γραμμένων από το 1967 ως το 2005. Χρειάστηκε περισσότερος χρόνος για τη διόρθωση κειμένων και επιμέλεια, αλλά πήρε πολύ καλές κριτικές σε ελληνικές και κυπριακές εφημερίδες.

Δούλεψα σε πολλά μέρη του κόσμου: Αιθιοπία, Κένυα, Ελλάδα, Τσεχοσλοβακία, Λονδίνο, Αυστραλία, Σουηδία. Μείναμε οικογενειακώς επτά χρόνια στην Αυστραλία, τη μεγαλύτερη περίοδο που δούλεψα σε μια χώρα. Στην Τσεχοσλοβακία και στη Σουηδία ήμουν και διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου και πολιτιστικός ακόλουθος της Βρετανικής Πρεσβείας. Τα χρόνια (1986-1989) στην Τσεχοσλοβακία είχαν ενδιαφέρον επειδή το καθεστώς ήταν εχθρικό απέναντι στους αντιφρονούντες συγγραφείς πριν από τη Βελούδινη Επανάσταση και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Για να καταλάβεις την ελληνική κουλτούρα πρέπει να είσαι Έλληνας, αλλά όσο ζεις, μαθαίνεις, και συχνά καταλήγεις να αγαπάς αυτό που μαθαίνεις. Έχει ατελείωτη γοητεία και κρύβει εκπλήξεις. Ξέρω ελάχιστους ανθρώπους που, ενώ είναι ειδικοί σε συγκεκριμένες ελληνικές περιοχές ή περιόδους, είναι άνετοι με τα ελληνικά, και οι περισσότεροι από εμάς που αγαπάμε τη χώρα και τους ανθρώπους χαιρόμαστε που γινόμαστε αποδεκτοί με όλα τα γλωσσικά λάθη που κάνουμε! Μερικές φορές οι ξένοι έχουν διορατικότητα που δεν έχουν οι ντόπιοι. Ίσως το να είσαι γνώστης και αουτσάιντερ είναι χρήσιμο όταν είσαι συγγραφέας.

Όσον αφορά τη διαμονή μου στην Ελλάδα, έχω ζήσει πέντε χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έξι στην Κέρκυρα (την οποία επισκέπτομαι ετησίως από το 1967), αρκετά στην Ήπειρο και τα Ζαγοροχώρια από το 1983. Πνευματικά έχω ζήσει στην Ελλάδα πενήντα έξι χρόνια! Όλη η οικογένεια θα μπορούσε να μένει εδώ για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, καθώς θεωρούμε ότι είμαστε Έλληνες, αλλά το Brexit έκανε τα πράγματα περίπλοκα. Πλέον χρειάζεται να κάνω αίτηση για συζυγική βίζα ή κάτι παρόμοιο. Η Ελλάδα ήταν πάντα η δική μου πατρίδα και της γυναίκας μου.

Έζησα και στην Αθήνα για τρεις μήνες το 1984, όταν η Ελλάδα ήταν η Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, και ήμουν ο γενικός διευθυντής του Βρετανικού Συμβουλίου. Πριν από αυτό, ήμουν ο περιφερειακός διευθυντής για τη Βόρεια Ελλάδα, βάση μου ήταν η Θεσσαλονίκη για πέντε χρόνια. Φυσικά, έχω επισκεφθεί την Αθήνα αμέτρητες φορές.

Το βιβλίο μου The Ionian Islands and Epirus – Α culture history είναι ένα βιβλίο φτιαγμένο σαν μωσαϊκό. Δεν ακολουθεί μια χρονολογική σειρά, αλλά αποτελεί μια επιλεκτική πολιτιστική ιστορία των δύο περιοχών που είναι τόσο κοντά και όμως είναι τόσο διαφορετικές. Δεν είναι ένα βιβλίο-οδηγός αλλά μια εξερεύνηση, συχνά μέσα από τα μάτια των Ελλήνων συγγραφέων και των ξένων ταξιδιωτών, του πώς αντιλαμβάνονταν τις περιοχές και μέσα από τη φαντασία τους και τις λογοτεχνικές τους αντιδράσεις. Αντανακλά, επίσης, την προσωπική μου οπτική. Τα τρία πιο πρόσφατα βιβλία μου είναι τα «Words on the table» (ποιήματα), «Reading the signs» (περιβαλλοντικά ποιήματα), «This spinning world» (διηγήματα, πολλά από τα οποία διαδραματίζονται στην Ελλάδα) – όλα κυκλοφορούν από την Colenso Books.

Το Ζαγόρι είναι ένα όμορφο και επεισοδιακό μέρος, σε αυτό επιστρέφω εδώ και σαράντα χρόνια, από τότε που το πρωτο-ανακάλυψα. Δεν το βαριέμαι ποτέ. Πρέπει να το βιώσεις για να καταλάβεις. Λατρεύω όμως και τα νησιά και τη θάλασσα.

Το Ζαγόρι είναι ένα όμορφο και επεισοδιακό μέρος, σε αυτό επιστρέφω εδώ και σαράντα χρόνια, από τότε που το πρωτο-ανακάλυψα. Δεν το βαριέμαι ποτέ. Φωτ.: Κώστας Ζήσης

 

Έχω γράψει ελάχιστα από τότε που πέθανε η Μαρία, πέρσι. Έχω γράψει μια μεγάλη ακολουθία ποιημάτων που ονομάζεται «The sea and Maria», ένα δεκαεξασέλιδο αφιέρωμα στην αείμνηστη σύζυγό μου που θα εκδοθεί σε έναν τόμο με τίτλο «The Covid Years» από την Colenso Books τον Αύγουστο. Αυτήν τη στιγμή επεξεργάζομαι τη μεγάλη αυτοβιογραφική αφήγηση της Μαρίας για τη ζωή και τα ταξίδια μας, την οποία δούλευε τριάντα χρόνια. Μέρη της πρέπει οπωσδήποτε να εκδοθούν, συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαίων για τη ζωή της στην Κέρκυρα.

Οι αγαπημένοι μου Έλληνες συγγραφείς αλλάζουν με τα χρόνια. Μου αρέσουν πολλοί Ηπειρώτες, όπως ο Χρήστος Χρηστοβασίλης, ο Κώστας Κρυστάλλης, ο Χριστόφορος Μηλιώνης, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Φρίξος Τζιόβας, ο Δημήτρης Χατζής, ο Δημήτριος Σάρρος και άλλοι. Κερκυραίοι συγγραφείς όπως ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο Ερωτόκριτος Μωραΐτης, ο Βασίλης Πανδής, ο Δημήτρης Ντάλλας, η Κατίνα Βλάχου, ο Σπύρος Πλασκοβίτης, ο Θεόδωρος Στεφανίδης, η Ειρήνη Δενδρινού, ο Κάλβος Σολωμός, ο Μαβίλης. Μου αρέσουν πολύ, φυσικά, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Καζαντζάκης, ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, ο Παπαδιαμάντης, ο Μυριβήλης, ο Καρκαβίτσας, ο Λασκαράτος, ο Βιζυηνός, ο Αναγνωστάκης και ο Γιώργος Ιωάννου, ο Σάκης Σερέφας, ο Νίκος Κοκάντζης.

Η Ελλάδα με έχει αλλάξει ως άνθρωπο με ήπιους τρόπους. Με έχει κάνει πιο ανοιχτό, γενναιόδωρο και εξωστρεφή, λιγότερο ανήσυχο απ’ ότι είμαι στην Αγγλία. Με λίγα λόγια, πιο χαρούμενο και δημιουργικό.

Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα ήθελα να είμαι με τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου μαζί και να ζούμε ευτυχισμένοι στην Ελλάδα. Καταλάβαμε πολύ αργά ότι ήταν λάθος να τα στείλουμε σε οικοτροφεία. Πήραν καλή μόρφωση, αλλά μας έλειψαν τρομερά. Εκείνο τον καιρό οι περισσότεροι διπλωμάτες και το προσωπικό του Βρετανικού Συμβουλίου έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους σε οικοτροφεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς τα καλά τοπικά σχολεία δεν ήταν πάντα διαθέσιμα. Θα ήθελα επίσης να επιστρέψω στις μέρες που έπαιζα κρίκετ στο σχολείο και που η οικογένεια έβγαινε το βράδυ του Σαββάτου σε μια μικρή παμπ στο Σόμερσετ που ονομάζεται The Stag’s Head στο Γιάρλινγκτον. Τα πάντα έχουν αλλάξει.

Μου αρέσει το περπάτημα στην ύπαιθρο του Ντόρσετ. Το κολύμπι. Να ακούω και να παίζω μουσική. Οι συναντήσεις με άλλους συγγραφείς ή μουσικούς. Η συνεργασία με ομοϊδεάτες. Να είμαι με τα παιδιά μου και τις οικογένειές τους. Να περνάω χρόνο με φίλους. Να ταξιδεύω ‒ η στιγμή της άφιξης.

Δύναμη μου δίνουν τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Οι πιστοί φίλοι. Οι ποιητές και οι μουσικοί. Με ενοχλούν οι επαγγελματίες πολιτικοί που σκέφτονται μόνο βραχυπρόθεσμα. Δεν είμαι ιδιοσυγκρασιακός άνθρωπος, δεν με συνεπαίρνει εύκολα ο θυμός. Είμαι συγγραφέας, δεν είμαι άνθρωπος που φωνάζει, αλλά η σάτιρα μπορεί να είναι μια αποτελεσματική αντίδραση. Με ενοχλούν τα γκραφίτι στα κτίρια, τα σκουπίδια στους δρόμους και στην ύπαιθρο, η ρύπανση, η έλλειψη σεβασμού προς το περιβάλλον μας. Ό,τι πιο δυνατό έχει γραφτεί γι’ αυτό το θέμα είναι η σύντομη και προφητική νουβέλα της συζύγου μου «Το πούλημα της Πανωραίας», μια ελληνική αλληγορία για την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Η ζωή με έχει μάθει να εκτιμάω την ελευθερία, να είμαι ανεκτικός, να υπερασπίζομαι την ελευθερία του λόγου, να συνεισφέρω έστω με τον τρόπο μου στη διαμόρφωση μιας δίκαιης και ποικιλόμορφης κοινωνίας, ποτέ να μην πληγώνω τους άλλους ‒ πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις».

Πηγή: lifo.gr

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button