Ύβρις στην ιστορία ενός ηρωικού αρχαιοελληνικού λαού
Η χρησιμοποίηση του ψευδεπίγραφου όρου “Σπαρτιάτες” από ένα ακροδεξιό μόρφωμα
Ένα άγνωστο ακροδεξιό-εθνικιστικό κόμμα, oι “Σπαρτιάτες”, έκανε την έκπληξη στις εκλογές του Ιουνίου, μπαίνοντας στη Βουλή με ποσοστό 4,5%. Το κόμμα “Σπαρτιάτες” ίδρυσε το 2017 ο Βασίλης Στίγκας, ο οποίος το 2019 είχε συνεργαστεί με την Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη, στις ευρωεκλογές του Μαΐου. Στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους οι “Σπαρτιάτες” συνεργάστηκαν ξανά με την Ένωση Κεντρώων. Ο ιδρυτής των “Σπαρτιατών”, Βασίλης Στίγκας, ήταν υποψήφιος στη Βοιωτία, όπου συγκέντρωσε μόλις 35 ψήφους.
Περίπου ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2020, οι “Σπαρτιάτες” μετείχαν στον συνασπισμό εθνικιστικών κομμάτων με την προοπτική κοινής εκλογικής καθόδου και με την ονομασία Κ.Υ.Μ.Α. Ελληνισμού. Ωστόσο, το εγχείρημα δεν προχώρησε και στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 οι “Σπαρτιάτες” δεν κατέβηκαν.
Στη συνέχεια, όταν το κόμμα “Έλληνες” αποκλείστηκε για δεύτερη φορά από τον Άρειο Πάγο, ενόψει των εκλογών του Ιουνίου ο Ηλίας Κασιδιάρης, o έγκλειστος καταδικασθείς για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση “Χρυσή Αυγή”, δήλωσε δημόσια ότι στηρίζει τους “Σπαρτιάτες”.
Αυτό λοιπόν το φασιστικό μόρφωμα μπήκε αιφνιδιαστικά στην πολιτική ζωή του τόπου, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά τον ψευδεπίγραφο τίτλο “Σπαρτιάτες”, που αναφέρεται σε ένα τιμημένο αρχαίο ελληνικό φύλο, που διακρίθηκε στο φωτεινό στερέωμα του υπέρλαμπρου Ελληνικού Πολιτισμού, με τους οποίους δεν έχει καμιά σχέση και αποτελεί “ύβρι” με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Η Σπάρτη ήταν σίγουρα μια ιδιάζουσα περίπτωση ελληνικής πόλης. Βασικό χαρακτηριστικό της η πλήρης υποταγή του ατόμου στο σύνολο και βασικό ιδανικό της ο σεβασμός των θεσμών (τους οποίους το φασιστικό μόρφωμα δε σέβεται), και η δημιουργία άριστων πολεμιστών. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού υπήρχε ένα καλά διαμορφωμένο πολιτειακό πλαίσιο, που διασφάλιζε τον ομαλό εσωτερικό βίο, αλλά και τον προστάτευε από “επικίνδυνους” νεωτερισμούς και αλλαγές. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις, όπου τα δικαιώματα του πολίτη ήταν ανάλογα της οικονομικής και κοινωνικής του θέσης, στη Σπάρτη η θέση του πολίτη στην κοινωνία βρισκόταν σε συνάρτηση με το μέγεθος εκπλήρωσης των καθηκόντων δράσης και αυτοθυσίας προς την πατρίδα.
Βασικό συστατικό της σπαρτιατικής κοινωνίας ήταν η υπακοή στους άρχοντες και στους νόμους. Ο Νόμος στην Αρχαία Σπάρτη ίσταται υπεράνω όλων και οριοθετεί με σαφήνεια τόσο τις υποχρεώσεις όσο και τα δικαιώματα των Λακεδαιμονίων. Απώτερος στόχος του είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας υποδειγματικών πολιτών και αφοσιωμένων στρατιωτών. Επίσης επιδίωκε να εξασφαλίσει την ύπαρξη αυτάρκειας στην πόλη, προστατεύοντάς την από εξωτερικές και εσωτερικές απειλές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η Σπάρτη είναι η πόλη-κράτος που επέδειξε το μακροβιότερο πολίτευμα και πολιτική σταθερότητα. Μέχρι την είσοδο των Ρωμαίων στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας δε γνώρισε ποτέ ξένο κατακτητή, ούτε εσωτερικό τύραννο, ούτε πολιτειακές μεταβολές, ούτε κοινωνικές αναταραχές, όπως οι υπόλοιποι Έλληνες, με εξαίρεση φυσικά τις συχνές επαναστάσεις των ειλώτων.
Ως πρώτος νομοθέτης και θεμελιωτής του πολιτικού συστήματος φέρεται ο Λυκούργος. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ο Λυκούργος πήρε θεϊκή εντολή για να συγγράψει τους νόμους του, συμβουλευόμενος το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία τον διαβεβαίωσε πως οι νόμοι του ήταν άριστοι.
Οι άνθρωποι χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες. Τους Σπαρτιάτες που ήταν απόγονοι της κυρίαρχης Δωρικής φυλής με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, που ονομάζονταν Όμοιοι, τους Περιοίκους και τους Είλωτες. Οι Είλωτες ήταν οι κατακτηθέντες άνθρωποι που δούλευαν στα χωράφια των Ομοίων και θεωρούνταν κρατική περιουσία.
Νόμοι απαγόρευαν την εναντίον τους χειροδικία ή ακόμη περισσότερο δολοφονία, όμως οι συνθήκες εργασίας τους ήταν αρκετά σκληρές και βρίσκονταν συνεχώς κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των Ομοίων. Οι σχετικά καλές συνθήκες διαβίωσής τους είχαν ως αποτέλεσμα οι ίδιοι να αισθάνονται ότι βρίσκονται πιο κοντά στους Ομοίους παρά στους Είλωτες. Για τον λόγο αυτό επιτρεπόταν η στράτευσή τους, ενώ όσοι διακρίνονταν στις μάχες μπορούσαν να αναδειχτούν είτε ως αξιωματικοί στρατού ή ακόμη και ως ναύαρχοι. Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι οι νόμοι του για να αποκτήσουν περισσότερη βαρύτητα είχαν και τον μανδύα του θεόπνευστου, μέσω χρησμού από το Μαντείο των Δελφών που προέτρεπε τον κόσμο να τους εφαρμόσει, όπως αναφέρουν με μικροδιαφορές οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς, στους οποίους είχαν μοιραστεί άλλοι 30.000 κλήροι. Η εργασία στους Ομοίους ήταν απαγορευμένη, ώστε να αφοσιώνονται στη στρατιωτική τους εξάσκηση, ενώ για την αποφυγή δημιουργίας εγχρήματης κοινωνίας (αλλά και γενικότερα κάθε οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας με σκοπό το κέρδος) είχαν καθιερωθεί να υπάρχουν βαριά σιδερένια νομίσματα.
Η πολιτειακή οργάνωση της Σπάρτης είχε ως βάση την Απέλλα, δηλαδή ένα είδος Εκκλησίας του Δήμου, στην οποία δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι άνω των 30 ετών Όμοιοι Σπαρτιάτες πολίτες. Αν και στην Απέλλα δικαίωμα λόγου είχαν μόνο οι Βασιλείς, οι Έφοροι και οι Γερουσιαστές, εντούτοις θεωρείτο ο ανώτατος πολιτειακός θεσμός.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η εκλογή ενός νέου γερουσιαστή ακολουθούσε την εξής διαδικασία: «Όταν κάποιο μέλος της Γερουσίας απεβίωνε, τότε ο λαός που συγκεντρωνόταν σε συνέλευση προέβαινε σε εκλογή ορισμένων εκλεκτόρων, που κλεινόντουσαν σε ένα κοντινό οίκημα, χωρίς να βλέπουν ή να τους βλέπει κανένας, αλλά μόνο να ακούνε τις φωνές του κόσμου».
Από την Απέλλα έβγαιναν πέντε μέλη με ετήσια διάρκεια που ονομάζονταν Έφοροι και που στην πραγματικότητα ήταν η ουσιαστική εξουσία της Σπάρτης και όχι οι δύο Βασιλείς, που αν και απολάμβαναν σεβασμού, υφίσταντο αρκετούς περιορισμούς και η εξουσία τους γινόταν πράξη κυρίως στη στρατιωτική διοίκηση και τους πολέμους. Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η Απέλλα δημιουργήθηκε εκατόν τριάντα χρόνια μετά τον Λυκούργο, ώστε να τιθασευτεί η δύναμη της Ολιγαρχίας (Γερουσίας) που είχε παραμείνει αναλλοίωτη και αλαζονική (Πλουτάρχου “Λυκούργος, Βίοι Παράλληλοι”, σελ. 101).
Μεταξύ Βασιλιάδων και Εφόρων δίνονταν κάθε μήνα όρκοι μεταξύ τους, οι μεν Βασιλιάδες ότι θα τηρούν τους υπάρχοντες νόμους, οι δε Έφοροι ότι δε θα τους παύσουν, εφόσον τηρούν τους όρκους τους.
Στη Σπάρτη πρωταρχική σημασία είχε η τεκνοποιία, όμως όλα τα νεογέννητα παρουσιάζονταν υποχρεωτικά σε επιτροπή, η οποία τα εξέταζε με προσοχή. Αν το παιδί κρινόταν δύσμορφο ή ελαττωματικό, τότε ο πατέρας υποχρεούταν να το στείλει στους Αποθέτας, ένα ειδικό μέρος στο οποίο έπρεπε να το αποθέσει (αφήσει). Επομένως στον Καιάδα στα βάραθρα του Ταΰγετου δεν έριχναν τα ελαττωματικά βρέφη, αλλά όσους ανθρώπους (νεκρούς ή ζωντανούς) κρίνονταν ένοχοι για προδοσία ή άλλα βαριάς μορφής παραπτώματα (Θουκυδίδης, Βιβλίο Α’, σελ. 95, αλλά και Παυσανίας, “Μεσσηνιακά Α-18”, σελ. 300, “Θράκη και Σκυθία”, “Πολιτική και στρατιωτική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας”, σελ. 253).
Τα υγιή παιδιά και μέχρι την ηλικία των 7 ετών παρέμεναν στο σπίτι τους, υπό συνθήκες αυστηρής ανατροφής. Από την ηλικία των 7 ετών και μέχρι τα 20 διαρκούσε η σκληρή και επίπονη εκπαίδευση που διαμόρφωνε τους οπλίτες, η φήμη των οποίων έμεινε αιώνια. Για να επιτευχθεί καλύτερα αυτό, δίδασκαν στους νέους την αρετή, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η εμφύτευση περηφάνιας για την πόλη, με τη θυσία για εκείνη να θεωρείται η υπέρτατη τιμή, και τη λιποταξία ή τη δειλία ή υπέρτατη ατιμία και όποιος χαρακτηριζόταν δειλός δεν μπορούσε να σταθεί στην πόλη. Με τη συμπλήρωση των 20 ετών ολοκληρωνόταν η εκπαίδευση και οι νέοι θεωρούνταν πλέον έτοιμοι στρατιώτες προς υπεράσπιση της πατρίδας. Η Βασιλική φρουρά ή Ιππείς αποτελείτο από τριακόσιους εκλεκτούς Ομοίους και ήταν η προσωπική φρουρά του Βασιλιά (αυτοί ήταν και οι στρατιώτες που συνόδεψαν τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες).
Το βασικότερο όμως φαγητό ήταν ο περίφημος “Μέλας Ζωμός”, που σύμφωνα με τον Καργάκο αποτελείτο από χοιρινό κρέας που είχε βραστεί μέσα σε αίμα σφαγιασθέντος χοίρου και είχε αρτυσθεί με μπόλικο αλάτι και ξίδι.
H υψηλή πατριωτικά και ηρωική προσήλωση αυτού του ονομαστού ελληνικού φύλου εκφράζεται κατά τον διαυγέστερο τρόπο μέσα από τα διαχρονικής αξίας και σημασίας αποφθέγματα «Ή ταν ή επί τας», «Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήθε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», κ.λπ.
Τι σχέση έχουν λοιπόν οι ήρωες αυτοί με το φασιστικό ψευδεπίγραφο μόρφωμα; Αιδώς Αργείοι…