ΚρήτηΤοπικές Ειδήσεις

Από το “Anything Goes” του Feyerabend στον Τραμπ

Η αμφισβήτηση ανάμεσα στη Φιλοσοφία και την Πολιτική Εξουσία

Ο Paul Feyerabend (1924–1994) υπήρξε ένας από τους πιο ριζοσπαστικούς και εικονοκλαστικούς φιλοσόφους της επιστήμης του 20ού αιώνα. Αυστριακός στην καταγωγή, σπούδασε υπό τον Καρλ Πόπερ και δίδαξε σε πολλά πανεπιστήμια στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Το πιο γνωστό του έργο, Against Method (1975), κατέλυσε σχεδόν κάθε βεβαιότητα περί ενιαίας επιστημονικής μεθόδου, υποστηρίζοντας πως στην πράξη “anything goes” — δηλαδή, δεν υπάρχει καμία καθολική ή αντικειμενικά ορθή μέθοδος στην επιστήμη.

Ο Feyerabend προκάλεσε τόσο τους θετικιστές όσο και τους ορθολογιστές και άνοιξε το πεδίο για νέες μορφές σκέψης που προσεγγίζουν την επιστήμη ως ιστορικά ενσώματη, πολιτισμικά φορτισμένη και εγγενώς πλουραλιστική δραστηριότητα. Δεν υπήρξε αρνητής της επιστήμης, αλλά κριτικός της επιστημονικής αυθεντίας — και κυρίως, εχθρός κάθε μορφής μεθοδολογικού μονοπωλίου. Η φράση “anything goes” του Paul Feyerabend αποτέλεσε μία από τις πιο ριζοσπαστικές και παρεξηγημένες δηλώσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας της επιστήμης. Στο έργο του Against Method (1975), ο Feyerabend υποστήριξε ότι δεν υπάρχει ενιαία επιστημονική μέθοδος που να εγγυάται την πρόοδο ή την αλήθεια, και ότι στην ιστορία της επιστήμης οι πιο σημαντικές ανακαλύψεις έγιναν παραβιάζοντας τις καθιερωμένες μεθόδους.

Πρότεινε ένα μοντέλο πλουραλισμού, όπου η επιστήμη συνυπάρχει ισότιμα με άλλες μορφές γνώσης – από τη μυθολογία ως τη θρησκεία – σε μια δημοκρατική κοινωνία. Όμως η πορεία της φράσης αυτής δεν έμεινε εντός των τειχών της φιλοσοφίας. Δεκαετίες αργότερα, το “anything goes” εμφανίζεται ξανά – αυτή τη φορά μέσα από τα χείλη πολιτικών που αμφισβητούν κάθε είδος αυθεντίας: θεσμική, επιστημονική, ακόμη και πραγματολογική. Ο Ντόναλντ Τραμπ, με την επιθετική του στάση απέναντι στην επιστήμη, τα πανεπιστήμια και τα ΜΜΕ, φαίνεται να αντιστρέφει το πνεύμα του Feyerabend: η αμφισβήτηση της αυθεντίας δεν οδηγεί σε ελευθερία, αλλά σε χειραγώγηση της πραγματικότητας. Η φιλοσοφική πορεία του Feyerabend διαμορφώθηκε μέσα από έντονες συγκρούσεις με τους μεγάλους στοχαστές της επιστημονικής λογικής του 20ού αιώνα. Με τον Καρλ Πόπερ, τον οποίο αρχικά εκτιμούσε, διαφώνησε ριζικά ως προς την έννοια της επιστημονικής «διάψευσης».

Θεώρησε ότι ο Πόπερ αντικαθιστούσε τη μία μεθοδολογική δικτατορία με μια άλλη, και ότι στην πράξη η επιστήμη είναι πολύ πιο χαοτική και δημιουργική απ’ ό,τι επιτρέπουν οι ποπεριανές αρχές. Με τον Ιμρε Λάκατος, φίλο και συνομιλητή του, συγκρούστηκε σχετικά με την έννοια των «ερευνητικών προγραμμάτων». Ο Feyerabend απέρριπτε ακόμη και αυτό το πιο ευέλικτο μοντέλο ως υπερβολικά περιοριστικό, επιμένοντας ότι η επιστημονική εξέλιξη δεν υπακούει ούτε σε προγράμματα, ούτε σε κανόνες. Η φαντασία, η παράδοση, το λάθος και η τυχαιότητα παίζουν καθοριστικό ρόλο. Με τον Τόμας Κουν μοιράστηκε την ιδέα της ιστορικής μεταβλητότητας της επιστήμης, αλλά θεώρησε την έννοια του «παραδείγματος» πολύ σφιχτή: για τον Feyerabend, η επιστήμη δεν προχωρά με τάξη και δομή, αλλά μέσα από σύγκρουση, ρήξη και αταξία. Αυτές οι συγκρούσεις αποδεικνύουν ότι ο Feyerabend δεν ήταν αρνητής της επιστήμης. Ήταν ίσως ο πιο ριζοσπαστικός της υπερασπιστής: εκείνος που ζητούσε να απομακρυνθεί από κάθε μορφή εξουσιαστικής αυθεντίας – είτε φιλοσοφική, είτε κρατική, είτε θεσμική – ώστε να παραμείνει ανοιχτή, ανθρώπινη και δημοκρατική. Αντίθετα, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν χρησιμοποίησε ποτέ την αμφισβήτηση ως τρόπο διαλόγου. Η σχέση του με την επιστήμη χαρακτηρίζεται από συστηματική απαξίωση και επιλεκτική υιοθέτηση «δεδομένων» που εξυπηρετούν το πολιτικό του αφήγημα.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αμφισβήτησε τις επιστημονικές οδηγίες, ειρωνεύτηκε τους ειδικούς και προώθησε θεωρίες χωρίς καμία τεκμηρίωση. Το επιστέγασμα αυτής της στάσης ήταν η απειλή διακοπής της χρηματοδότησης του Χάρβαρντ, όχι λόγω ακαδημαϊκής αποτυχίας, αλλά επειδή το πανεπιστήμιο εξέφρασε πολιτική διαφωνία. Ακόμη πιο πρόσφατα, με αφορμή τον πόλεμο στη Γάζα, ο Τραμπ κατηγόρησε ανοιχτά το Χάρβαρντ (αλλά και άλλα κορυφαία αμερικανικά πανεπιστήμια) ότι προωθούν τον αντισημιτισμό, εξαιτίας φοιτητικών κινητοποιήσεων και τοποθετήσεων που εκφράζουν αλληλεγγύη στους Παλαιστινίους ή ασκούν κριτική στην ισραηλινή πολιτική.

Η χρήση της κατηγορίας του «αντισημιτισμού» σε αυτό το πλαίσιο δεν περιορίζεται στην υπεράσπιση των εβραίων φοιτητών – κάτι απολύτως αναγκαίο και νόμιμο – αλλά επεκτείνεται σε μια προσπάθεια ποινικοποίησης κάθε εναλλακτικής φωνής, ακόμη κι αν αυτή ανήκει στον ακαδημαϊκό ή φοιτητικό λόγο. Μέσα από τέτοιες παρεμβάσεις, ο Τραμπ μετατοπίζει το πεδίο της αμφισβήτησης από το πλαίσιο της φιλοσοφίας ή της δημοκρατικής συζήτησης, στο πεδίο της πολιτικής πειθαρχίας. Αν η επιστήμη ή η πανεπιστημιακή κοινότητα διαφωνεί, τότε δεν είναι απλώς «λάθος» – είναι «επικίνδυνη», «ριζοσπαστική», ή «αντισημιτική». Έτσι, η κριτική μετατρέπεται σε έγκλημα, και το πανεπιστήμιο από χώρος ελευθερίας γίνεται στόχος ελέγχου.

Ο Feyerabend πίστευε στον απογαλακτισμό της επιστήμης από το κράτος, αλλά όχι με τον τρόπο του Τραμπ. Ο πρώτος ζητούσε την απεξάρτηση της επιστήμης από τις εξουσίες, για χάρη της δημοκρατίας· ο δεύτερος προσπαθεί να χειραγωγήσει την επιστήμη και την πανεπιστημιακή σκέψη μέσω κρατικής πίεσης. Στην περίπτωση Τραμπ, η απειλή διακοπής χρηματοδότησης δεν είναι πράξη απελευθέρωσης, αλλά μέσο καταστολής της διαφωνίας. Το “anything goes” του Feyerabend ήταν ένα φιλοσοφικό κάλεσμα για πλουραλισμό και διανοητική ελευθερία. Ήταν μια κραυγή ενάντια στη μονοκαλλιέργεια του ορθολογισμού, όχι ένα άλλοθι για τον σχετικισμό. Δεν είπε ποτέ ότι «όλες οι απόψεις είναι ίδιες», αλλά ότι η επιστήμη πρέπει να λογοδοτεί, όχι να αγιοποιείται. Αντίθετα, το “anything goes” που προωθείται από τον Τραμπ δεν στοχεύει στην ενδυνάμωση του διαλόγου, αλλά στη διάλυσή του. Μέσα από τη διαρκή υπονόμευση της κοινής αλήθειας, του γεγονότος και της τεκμηρίωσης, οικοδομείται ένας κόσμος όπου η αλήθεια είναι ό,τι λέει η εξουσία – και τίποτα πέρα απ’ αυτό. Η διαδρομή από τον Feyerabend στον Τραμπ είναι η διαδρομή μιας ιδέας που, ενώ ξεκίνησε ως απελευθερωτική, μπορεί να διαστραφεί όταν αποκοπεί από τις ηθικές της ρίζες.

Η αμφισβήτηση είναι απαραίτητο εργαλείο της ελευθερίας – αλλά δεν είναι από μόνη της αρετή. Χρειάζεται πλαίσιο, ευθύνη και πρόθεση. Ο Feyerabend την άσκησε για να ενισχύσει τη δημοκρατία. Ο Τραμπ την ασκεί για να επικυρώσει τον εαυτό του. Η αμφισβήτηση χωρίς λογοδοσία οδηγεί όχι στην ελευθερία, αλλά στην αυθαιρεσία. Κι εκεί, τίποτα πια δεν «πάει». Η διαδρομή από τον Feyerabend στον Τραμπ δεν είναι ευθεία, ούτε γραμμική. Είναι, όμως, αποκαλυπτική. Δείχνει πώς ακόμη και οι πιο απελευθερωτικές ιδέες μπορούν να παραμορφωθούν όταν αποκοπούν από το πλαίσιο που τις γέννησε. Ο Feyerabend αγωνίστηκε για μια πιο ανθρώπινη, πλουραλιστική και ταπεινή επιστήμη. Ο Τραμπ, χρησιμοποιώντας την αμφισβήτηση εργαλειακά, επιδιώκει την υποταγή της γνώσης στην πολιτική εξουσία. Η αμφισβήτηση είναι θεμέλιο της ελευθερίας – αλλά μόνο όταν συνοδεύεται από ευθύνη, δημοκρατική πρόθεση και ειλικρινή διάλογο. Χωρίς αυτά, γίνεται όπλο. Κι όπως πάντα με τα όπλα, σημασία δεν έχει μόνο τι κρατάς στα χέρια, αλλά και ποιος τραβάει τη σκανδάλη.

 

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button