Πόσο εφικτή είναι μία συμφωνία ΗΠΑ με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα!

Παρότι ο Τραμπ αναμενόταν να συνεχίσει τη “σκληροπυρηνική” πολιτική του κατά του Ιράν, η πραγματικότητα είναι ελαφρώς διαφορετική
Το μήνυμα για μία πιθανή διαφορετική προσέγγιση της νέας αμερικανικής διοίκησης απέναντι στο Ιράν στάλθηκε τη 14η Νοεμβρίου, πολύ λίγες ημέρες μετά την εκλογική νίκη Τραμπ, όταν ο Έλον Μασκ συναντούσε στη Νέα Υόρκη τον πρέσβη του Ιράν στον ΟΗΕ Αμίρ Σαΐντ Ιραβανί. Μία προσέγγιση η οποία, όπως αποδείχθηκε και στη συνέχεια σύμφωνα με τις αλλεπάλληλες δηλώσεις του Αμερικανού προέδρου, θα βασιζόταν στην ιδέα της εξάντλησης των διπλωματικών μέσων για μία συμφωνία σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, αφήνοντας ως τελευταία επιλογή τη στρατιωτική δράση. Διαψεύδοντας έτσι όσους είχαν υποστηρίξει ότι ο Τραμπ θα ακολουθούσε όμοια πολιτική απέναντι στο καθεστώς της Τεχεράνης με αυτή της πρώτης θητείας του!
Να θυμίσουμε ότι, μετά και από πίεση του Ισραήλ και κάποιων Αμερικανών αξιωματούχων, όπως ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Μπόλτον και ο υπουργός Εξωτερικών Πομπέο, κατέληξε στην απόσυρση των ΗΠΑ το 2018 από τη Συμφωνία (JCOPA ή Ρ5+1) του 2015 για τον περιορισμό και τον έλεγχο του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Παράλληλα, ακολούθησε στρατηγική “μέγιστης πίεσης” προς το Ιράν μέσω εξοντωτικών κυρώσεων. Μία λανθασμένη στρατηγική κίνηση κατά την άποψή μας διότι αφενός μεν το ιρανικό καθεστώς έκτοτε κατόρθωσε ανεξέλεγκτο πλέον να προχωρήσει αλματωδώς, κατά τις εκτιμήσεις, σε εμπλουτισμό του ουρανίου σε ποσοστό 60% από το συμφωνηθέν με την JCPOA 3,67%, αφετέρου δε η “μέγιστη πίεση” αντί να στρέψει τον ιρανικό λαό, ο οποίος αυτός κυρίως πληττόταν, εναντίον του καθεστώτος των Μουλάδων, αυτό συσπειρώθηκε γύρω από αυτό.
Διπλωματική διευθέτηση
Ο Τραμπ, ο οποίος, όπως πλέον βλέπουμε, δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη δημόσια διπλωματία με τους γνωστούς… βερμπαλισμούς του, δεν έκρυψε ότι πρωτίστως επιζητεί διπλωματική διευθέτηση στο πρόβλημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και μόνον αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν θα χρησιμοποιήσει στρατιωτική ισχύ. Παράλληλα με τις όποιες μυστικές διαβουλεύσεις που είναι βέβαιο ότι έγιναν, ο Τραμπ δημοσίευσε την 5η Μαρτίου επιστολή που έστειλε προς τον ανώτατο πνευματικό ηγέτη του Ιράν Αγιατολαχ Αλί Χαμενεΐ, δίνοντας στην Τεχεράνη 60 ημέρες για να καταλήξει σε μια πυρηνική συμφωνία με τις ΗΠΑ.
Αυτό τόνισε ο Τραμπ και στον άμεσα ενδιαφερόμενο πρωθυπουργό του Ισραήλ στην πρόσφατη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο, στο σαλονάκι μπροστά από το Οβάλ Γραφείο, όπου δίνει τις “παραστάσεις” του. Ο Νετανιάχου αρκέστηκε απλά στο να κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι του. Παρεμπιπτόντως, να πούμε ότι είχε προηγηθεί ο εκθειασμός από τον Τραμπ του Ερντογάν και η προτροπή του στο να είναι λογικές οι ισραηλινές απαιτήσεις για τη Συρία! Ίσως και για όλα τα ζητήματα.
Μετά από όλα αυτά καταλήξαμε εν μέσω αυξημένης αμερικανικής στρατιωτικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή και στρατιωτικές ασκήσεις των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης στις εκ του σύνεγγυς συνομιλίες του, που πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 12 Απριλίου στο Ομάν, το οποίο, υπό την αιγίδα του Σουλτάνου του Χαϊθάμ μπιν Ταρίκ όχι μόνο φιλοξένησε, αλλά είχε και τον ρόλο του διαμεσολαβητή! Κρίνεται σκόπιμο να διευκρινίσουμε ότι ο Τραμπ επιθυμούσε άμεσες συνομιλίες και το Ιράν «έμμεσες», όπως και τελικά έγινε. Όπως εξήγησε εμφατικά μάλλον για δικούς του επικοινωνιακούς λόγους ο εκπρόσωπος του Ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών Εσμαΐλ Μπαγκχαέι, κάθε αντιπροσωπία βρισκόταν σε ξεχωριστή αίθουσα και αντήλλασσε μηνύματα μέσω του υπουργού Εξωτερικών του Ομάν Σαγίντ Μπαντρ Αλ Μπουσάιντι.
Συγκρατημένη αισιοδοξία
Η συγκρατημένη αλλά ελπιδοφόρα αισιοδοξία των δύο μερών αποτυπώνεται στις δηλώσεις τους μετά από αυτήν την πρώτη έστω έμμεση “συνάντηση”! Ο Λευκός Οίκος χαρακτήρισε τις συνομιλίες στις οποίες επικεφαλής ήταν ο ειδικός απεσταλμένος του Τραμπ και για τη Μέση Ανατολή και όχι μόνον, δισεκατομμυριούχος στενός του φίλος Στίβεν Γουίτκοφ, «πολύ θετικές και εποικοδομητικές», με τον Τραμπ να δηλώνει από το προεδρικό Α/Φ AIR FORCE 1 «νομίζω ότι πάνε καλά»!
Από την άλλη πλευρά, ο Ιρανός υπουργός Εξωτερικών Αμπάς Αρακτσί, επικεφαλής της αντιπροσωπίας της χώρας του, δήλωσε ότι οι συνομιλίες «διεξήχθησαν σε παραγωγική, ήρεμη και θετική ατμόσφαιρα και θα συνεχιστούν». Εδώ να πούμε ότι η απολύτως ελεγχόμενη από το καθεστώς των Μουλάδων τηλεόραση κάλυψε με πολύ θετικό τρόπο τις συνομιλίες. Ο Αρακτσί είναι διπλωμάτης που είχε εμπλακεί άμεσα στις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, που οδήγησαν στην πυρηνική συμφωνία (JCPOA) του 2015, κάτω από τον τότε ΥΠ.ΕΞ. διπλωμάτη καριέρας Μοχαμάντ Ζαβάντ Ζαρίφ, ο οποίος είναι τώρα αντιπρόεδρος του Ιράν.
Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι μετά το τέλος 2,5 ωρών έμμεσων συνομιλιών και καθώς οι δύο αντιπροσωπίες αποχωρούσαν, ο Γουίτκοφ και ο Αρακτσί είχαν μία ολιγόλεπτη προσωπική συνομιλία παρουσία του υπουργού Εξωτερικών του Ομάν. Βέβαια, ο Ιρανός ΥΠ.ΕΞ. έσπευσε να τονίσει, για να μην εξοργίσει τους σκληροπυρηνικούς του καθεστώτος, ότι αυτή «βασίστηκε στη διπλωματική μας εθιμοτυπία». Πάντως, Ιρανός αξιωματούχος δήλωσε στο Reuters ότι ο Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ, ο οποίος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο στα βασικά κρατικά ζητήματα, έδωσε στον Αρακτσί «πλήρη εξουσία» για τις συνομιλίες.
Υπάρχουν και προβληματισμοί
Και ενώ οι δύο πλευρές συμφώνησαν να συνεχίσουν τις συνομιλίες, έστω “έμμεσες”, το ερχόμενο Σάββατο, προκειμένου να συμφωνήσουν αρχικά στη βάση των ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, επιδιώκοντας μία τελική συμφωνία, σύντομα αρχίζουν οι εύλογοι προβληματισμοί. Πρώτα απ’ όλα ο δρόμος για μία συμφωνία είναι “τραχύς”, ενώ υπάρχει έντονη καχυποψία και δυσπιστία και στα δύο μέρη! Μία αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν γενικευμένο πόλεμο σε μία περιοχή που εξάγει ένα πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πετρελαίου και κανείς δεν ωφεληθεί. Όμως, ούτε οι ΗΠΑ αλλά ούτε και το αποδυναμωμένο πλέον καθεστώς των Μουλάδων στην Τεχεράνη επιθυμεί θερμή σύρραξη και παρά την καχυποψία που έχουν ο ένας προς τον άλλον, δίνουν μια σημαντική ευκαιρία στη διπλωματία. Και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα του προβλήματος, αλλά και την επείγουσα ανάγκη για μία συμφωνία ιδιαίτερα ο Λευκός Οίκος που αποκάλεσε τη συνάντηση ως «ένα βήμα προς τα εμπρός για την επίτευξη ενός αμοιβαίως επωφελούς αποτελέσματος».
Θεωρούμε ότι αυτή η πρωτοβουλία Τραμπ έχει πολλές πιθανότητες να πετύχει, όχι βέβαια επειδή ο Αμερικανός πρόεδρος λατρεύει να συνάπτει συμφωνίες, ούτε επειδή αγάπησε ξαφνικά το Ιράν και το καθεστώς του. Με τον υπεραπλουστευμένο λόγο του αποσαφήνισε ποιος είναι ο σκοπός του, που τον θεωρεί εφικτό: «Δε ζητάω πολλά… (το Ιράν) δεν μπορεί να έχει πυρηνικό όπλο»! Δεν είπε όμως ότι επιζητεί την καθολική καταστροφή των πυρηνικών του εγκαταστάσεων, όπως ζητάει επιτακτικά το Ισραήλ. Και ο Τραμπ γνωρίζει ότι αυτό είναι ανέφικτο. Η Τεχεράνη υποστηρίζει ότι το πυρηνικό της πρόγραμμα δεν αποσκοπεί σε στρατιωτική χρήση, αλλά σε ειρηνικούς σκοπούς.
Συνομιλίες για τις συνομιλίες και μία παρατεταμένη περίοδος διαπραγματεύσεων δεν είναι επιθυμητή ούτε από την Αμερική, ούτε από το Ιράν. Η Ουάσινγκτον βιάζεται γιατί το καθεστώς της Τεχεράνης μπορεί να εκμεταλλευτεί τον χρόνο είτε για να προχωρήσει κι άλλο στον εμπλουτισμό, είτε για να μεταφέρει τα σχάσιμα υλικά σε άγνωστες τοποθεσίες. Αλλά τελικά βιάζεται και η Τεχεράνη, η οποία βρίσκεται σε πολύ δύσκολη πολιτικο-κοινωνική και ιδιαίτερα οικονομική κατάσταση, λόγω και των νέων πρόσθετων κυρώσεων κατά των ιρανικών εξαγωγών πετρελαίου που αποσκοπεί στη χρεωκοπία του Ιράν του “σκιώδους στόλου” του και άλλων μηχανισμών κυρώσεων, όπως μικρά κινεζικά διυλιστήρια.
Η Τρίτα Πάρσι, εκτελεστική αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Κουίνσι, επισήμανε ότι η πρώτη συνάντηση «πήγε όσο καλά θα μπορούσε να έχει πάει» και στην επόμενη (δηλαδή το Σάββατο 19 Απριλίου) και οι δύο πλευρές θα επιστρέψουν, αποσαφηνίζοντας στο πού βρίσκονται οι κόκκινες γραμμές τους. Κοντολογίς, εμείς θα λέγαμε να εξεταστεί τι είναι εφικτό και τι όχι! Φαίνεται ότι ο Τραμπ θα δεχτεί τη διατήρηση του πυρηνικού προγράμματος με αυστηρούς ελέγχους και σταδιακή μείωση του εμπλουτισμού σε επίπεδα κοντά σε αυτά της συμφωνίας του 2015, ενώ παράλληλα θα προσφέρει βαθμιαία ελάφρυνση των κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου πετρελαίου του Ιράν, και πρόσβαση σε παγωμένα περιουσιακά στοιχεία.
Συμφωνία στο τέλος
Αμερικανοί αναλυτές εκτιμούν ότι το σοβαρότερο μέρος μίας ενδεχόμενης συμφωνίας θα αφεθεί στο τέλος, μιας και ο Τραμπ προτιμάει την προσωπική διπλωματία και σφραγίδα του σε μία συνάντηση με τον Ιρανό πρόεδρο Μασούντ Πεζεσκιάν! Και για να μπορεί να είναι στοιχειωδώς επιτυχής μία τέτοια συνάντηση, ο Αμερικανός πρόεδρος θα πρέπει να επιδιώξει ρεαλιστικούς και εφικτούς στόχους και όχι την απόλυτη συνθηκολόγηση της Τεχεράνης.
Από την πλευρά της, η Τεχεράνη θα πρέπει να εγκαταλείψει κάθε σχέδιο για απόκτηση πυρηνικών όπλων και να δεχτεί δραστικό περιορισμό του πυρηνικού προγράμματος και αυστηρούς ελέγχους, όπως έπραξε και στη συμφωνία του 2015. Κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι οι σκληροπυρηνικοί του καθεστώτος υποστηρίζουν όλο και πιο επιτακτικά ότι χρειάζονται πυρηνικά όπλα για να κρατήσουν το Ιράν ασφαλές, ενώ ο Χαμενεΐ φαίνεται να εξακολουθεί να θεωρεί το πυρηνικό πρόγραμμα ως διαπραγματευτικό όπλο.
Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι το διακύβευμα των διαπραγματεύσεων είναι εξαιρετικά σημαντικό και για τις ΗΠΑ και για το Ιράν, κράτη απολύτως εχθρικά μεταξύ τους εδώ και μισό αιώνα. Και φυσικά για το Ισραήλ μεγαλύτερο. Γενικά οι περίπλοκες διαπραγματεύσεις, όπως οι συγκεκριμένες, απαιτούν ευελιξία και έναν βαθμό σκόπιμης ασάφειας. Το χάσμα μεταξύ αυτού που θεωρείται επιτυχία για κάθε πλευρά πρέπει να μειωθεί αρκετά, ώστε μια συμφωνία να θεωρείται ως το λιγότερο δαπανηρό αποτέλεσμα και για τα δύο μέρη, τα οποία θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν οπωσδήποτε και τη μορφή δέσμευσης και να προσδιορίσουν το πλαίσιο του “τέλους του παιχνιδιού” (end game). Η συνάντηση του Σαββάτου θα δείξει αν η διπλωματία θα συνεχίσει να προτάσσεται ή η εναλλακτική αυτής που σχετίζεται με τη στρατιωτική δράση θα είναι μία καταστροφική λύση με απρόβλεπτες συνέπειες όχι μόνον για την περιοχή, αλλά και γενικότερα!
* Ο αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι γεωστρατηγικός αναλυτής και εμπειρογνώμων στο International Security and Strategy Group των ΗΠΑ που ειδικεύεται σε Συμβουλευτική πάνω στη Γεωπολιτική και στις Διεθνείς Σχέσεις.