Β/Α ΑιγαίοΝότιο ΑιγαίοΤοπικές Ειδήσεις

Φωνή αύρας … «αλλόκοτου» – News 12 Media

της Ελένης Αργυροπούλου – Σαραφοπούλου
πτ. Κοινωνικής Θεολογίας

«Γνωρίζω ότι θα με καταδικάσετε. Θα με κρεμάσετε, το ξέρω.

Εκείνο που έχω να πω είναι τούτο: ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος

 που αγωνίζεται για την ελευθερία  του.

Τίποτε άλλο.»

(Ευαγόρας Παλληκαρίδης)

«Όσοι το χάλκεον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται, ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·

θέλει αρετήν και τόλμη η ελευθερία.»

(Ανδρέας Κάλβος)

Στις 14 Μαρτίου ο  Ελληνισμός τιμά τον εθνομάρτυρα και ήρωα της ΕΟΚΑ Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Πρότυπο φιλοπατρίας, ευαισθησίας, δυναμισμού, ηθικής, ηρωισμού  και απαρασάλευτης πίστης στην Ελευθερία, αγωνίστηκε με πάθος και ζήλο για την ανεξαρτησία της Κύπρου, ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία που μάστιζε την πατρίδα του.

Στα χρόνια του η κατοχή του νησιού από τους Βρετανούς είναι συνυφασμένη με τη βία, την τρομοκρατία και την τυραννία. Καταναγκαστικά έργα, φορολογίες, συνεχής καταπίεση.  Κάθε ανθρώπινο  δικαίωμα  ποδοπατείται,  στερείται  η ελευθερία έκφρασης και λόγου με ταυτόχρονη άσκηση λογοκρισίας, ενώ διενεργούνται εξονυχιστικές έρευνες  ̶  χωρίς άδεια  ̶  σε σπίτια, κλείσιμο σχολείων και εκκλησιών,  απειλές και κατ’ οίκον περιορισμοί  ̶  τα λεγόμενα «κέρφιου» (σε πιστή αντιπαραβολή με τα σημερινά «lockdown»).

Συνάμα, με τον παράνομο νόμο της 15ης Ιουλίου 1955 για προσωποκράτηση χωρίς δίκη, γίνονται μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις στα επτά κρατητήρια που γι’ αυτόν τον σκοπό δημιουργούνται. Ακολουθούν φρικτά βασανιστήρια, ενώ ορισμένοι βαρυποινίτες, «τραμπούκοι», όπως τους ονόμαζαν οι Άγγλοι, οδηγούνται στο ικρίωμα της αγχόνης.

Ένας από αυτούς ήταν και ο Ευαγόρας. Το 1953, στα πλαίσια εξέγερσης των σχολείων της Πάφου εναντίον του εορτασμού για τη στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β’, γίνεται  υποστολή της ελληνικής σημαίας με έπαρση της αγγλικής στο Ιακώβειο  Γυμναστήριο. Ο ίδιος πρωτοστατεί, σε ηλικία 15 ετών. Αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και σκίζει τη σημαία, υπό τα χειροκροτήματα των υπολοίπων. Το γεγονός αυτό δίνει το έναυσμα για επέκταση των διαδηλώσεων. Η Πάφος καθίσταται το μόνο μέρος της Κύπρου όπου δεν γιορτάστηκε η στέψη. Ο Βαγορής, όπως τον ονόμαζαν, συλλαμβάνεται, αλλά αφήνεται ελεύθερος, λόγω του νεαρού της ηλικίας του.

Δύο χρόνια αργότερα επιτίθεται σε Άγγλους στρατιώτες, οι οποίοι κακοποιούσαν φίλο του στον δρόμο. Διενεργείται σύλληψή του  και ορίζεται  να παραστεί σε δίκη, αλλά δεν προλαβαίνει  να δικαστεί, αφού φεύγει αντάρτης στα βουνά.

Ένα χρόνο μετά όμως, πιθανότατα ύστερα από προδοσία, τον συλλαμβάνουν και τον οδηγούν στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, με την κατηγορία της οπλοκατοχής. Επάνω του βρέθηκε όπλο, το οποίο όμως ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί στην κατάσταση που ήταν. Ωστόσο, αφού υποβάλλεται σε απάνθρωπα  βασανιστήρια, με συνοπτικές διαδικασίες  δίκης,  τιμωρείται με την ποινή του απαγχονισμού.

Θύελλα αντιδράσεων ακολουθεί, τόσο από τον ίδιο τον κυπριακό λαό, όσο και από την Ελλάδα και όλο τον κόσμο, οπότε εξέχουσες προσωπικότητες  με τηλεγραφήματα και ποικίλα διαβήματα προς τη Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη  προσπαθούν να ακυρώσουν την εκτέλεση. Ακόμα και οι γονείς του ζητούν απονομή χάριτος από τη Βασίλισσα, κάτι που η βρετανική διπλωματία απορρίπτει, όπως ήταν αναμενόμενο.

Ο ίδιος ο Ευαγόρας, εξάλλου, στη δίκη του δεν άφησε κανένα περιθώριο στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις δικές τους υποδείξεις, παραδέχθηκε με απαράμιλλη τόλμη την ενοχή του, λέγοντας πως δεν έπραξε τίποτε άλλο, πέραν από το καθήκον του.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα και ξημερώνοντας 14 Μαρτίου του 1957, ο 18χρονος  ποιητής, αφού εξομολογήθηκε και μετέλαβε, αντάλλαξε χειραψία με τους εκτελεστές του, στάθηκε ήρεμος υπερήφανα κάτω από τη μακάβρια θηλιά και με τη βροντερή του φωνή έψαλλε τον Εθνικό Ύμνο. Ήταν ο τελευταίος από τους εννιά -συνολικά- απαγχονισθέντες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο πραγματοποιήθηκε η ευχή και υπόσχεσή του, αφού είχε δηλώσει ότι όταν θα πήγαινε μπροστά στον Θεό θα ζητούσε να μη γευτεί κανείς άλλος  τον ατιμωτικό αυτόν θάνατο.

Η εκτέλεση του ήρωα προκάλεσε παγκόσμια κατακραυγή και κινητοποίηση εναντίον των Άγγλων, ενώ στάθηκε αφορμή να ματαιωθούν οι απαγχονισμοί άλλων 30 μελλοθανάτων, μετατρέποντας την ποινή τους σε ισόβια φυλάκιση.

Ο Βαγορής, ποιητής και παγκυπριονίκης αθλητής ήταν ρωμαλέος, ρομαντικός, πολυσχιδής και θαρραλέος μέχρι τέλους. Σταθερός και ακέραιος στις αρχές του δεν δέχθηκε να εκδώσει νέα ταυτότητα με αλλοιωμένα, ψεύτικα στοιχεία, όπως συνήθιζαν να κάνουν όσοι έβγαιναν αντάρτες στα βουνά. Έμεινε πιστός στα ιδεώδη και ιδανικά του, χωρίς να φοβηθεί για το τίμημα. Γι’ αυτό και όταν την ώρα της σύλληψής του, του δόθηκε η δυνατότητα να τρέξει και να γλιτώσει, δεν το έκανε. Και παρότι  ήταν διακεκριμένος  αθλητής και θα μπορούσε άνετα να διαφύγει,  όπως έκαναν οι σύντροφοί του, θεώρησε δειλία μία τέτοια πράξη και ατιμία την πιθανότητα  να χτυπηθεί πισώπλατα. Μα και την ώρα της φρικτής εκτέλεσής του δεν δέχτηκε – όπως προβλεπόταν – να φορέσει την κουκούλα στο πρόσωπο, κάτι που επίσης αρνήθηκαν και οι άλλοι οκτώ που απαγχονίστηκαν.

Λίγα χρόνια πριν, στην Αθήνα, ξημερώματα 30ης Μαΐου 1941, δύο 19χρονοι ριψοκίνδυνοι φοιτητές σκαρφαλώνουν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης και κατεβάζουν τη γερμανική σημαία, σύμβολο του κατακτητή.  Όπλα δεν βαστούν, παρά ένα φανάρι κι ένα μαχαίρι. Η παράτολμη ενέργεια των Μανώλη Γλέζου και Απόστολου Σάντα δίνει ένα αποφασιστικό κτύπημα στο γόητρο του ναζισμού και εμψυχώνει τους κατοίκους της πρωτεύουσας, αλλά και όλους τους Έλληνες σε μία πράξη αντίστασης στην καρδιά της Αθήνας, την ίδια ημέρα που οι Γερμανοί κομπάζουν θριαμβευτικά  για την  κατάληψη της Κρήτης.  

Η υποστολή της σβάστικας στάθηκε ουσιαστικά η πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη πόλη και μια ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, μα και με εξαιρετική απήχηση στο ηθικό του κόσμου.

Σήμερα, σε έναν κόσμο που καυχάται για συμπερίληψη, ελευθερία και δικαιωματισμό χωρίς όρια, ακόμη και όταν τα δικαιώματα της μειοψηφίας εκμηδενίζουν αυτά της πλειοψηφίας, όντως «έγινε η απώλεια  συνήθειά μας».

Είναι εκεί που το αλλόκοτο όχι απλά παίρνει τη θέση του λογικού, αλλά και επιβάλλεται ως κανονικότητα (νωπές οι μνήμες από τα γεγονότα των τελευταίων ετών) – συχνά μάλιστα  υπό την στήριξη ή συγκάλυψη θεμελιωδών θεσμικών και θρησκευτικών φορέων, με το πρόσχημα της δημοκρατίας, της ισότητας, της πολυπολιτισμικότητας και της προόδου. Είναι εκεί που βανδαλίζεται τελικά κάθε ηθική με την ά-τεχνη “τέχνη” να θεοποιείται και να αποκτά ασυλία – επιπρόσθετα από αυτήν που ήδη έχει – μέσα στην ασυδοσία. Είναι εκεί που αποκτούν χώρο τα δήθεν δικαιώματα έκφρασης και λόγου, καταποντίζοντας τα αληθινά αντίστοιχα πανανθρώπινα δικαιώματα.  Είναι εκεί που  η πίστη στον Θεό χλευάζεται ως οπισθοδρόμηση, μεσαιωνισμός, θρησκευτικός φανατισμός, σκοταδισμός και ολοκληρωτισμός.  Ένας ολοκληρωτισμός  που – τάχα – παραπέμπει σε ναζιστικές τακτικές, που από κάψιμο έργων τέχνης και βιβλίων φθάνει στο κάψιμο ανθρώπων…

Όμως, ποια είναι πραγματικά η έννοια της πρόκλησης, της αναισχυντίας και της προπαγανδιστικής επίθεσης; Και τι ακριβώς συνιστά βία; Ασφαλώς η απάντηση στη βία δεν είναι η βία. Όμως, στα όρια που ορισμένοι θέλουν να θέτουν  ̶  ή και ενίοτε να συνθλίβουν, δεν δικαιούνται με προσβλητικό στόμφο να εξυβρίζουν και να ταπεινώνουν, με το κάλυμμα της “ανεκτικότητας” και της “ελευθερίας έκφρασης”.

Είναι αναντίρρητο πως ζούμε σε μια πραγματικότητα απολυταρχισμού που τη σαγηνεύει το αλλόκοτο. Σε μία εποχή όπου αποθεώνεται το παράλογο, όπου αυτοί που ζητούν επαναφορά και αποκατάσταση της λογικής και της δικαιοσύνης  χαρακτηρίζονται ως «τρομοκράτες» και «τραμπούκοι» (ας θυμηθούμε εδώ τη σύλληψη με εισβολή στο σπίτι του και 4ήμερη κράτηση για απείθεια του 34χρονου που καλούσε σε ειρηνική διαμαρτυρία κατά του «Europride 2024» σε προαύλιο ναού στη Θεσσαλονίκη). Οι φωνές διαμαρτυρίας καταπνίγονται κάτω από τα δακρυγόνα, παύονται υπό την ηχηρή επέμβαση της γνωστής «αύρας». Εκεί δικαιώνεται η παρανομία και συγκαλύπτεται το έγκλημα, ενώ οι τολμηροί  αντιφρονούντες έχουν να πληρώσουν το τίμημα. Αυτό που κάποτε κάποιοι θαρραλέοι ιερομάρτυρες και εθνομάρτυρες δέχτηκαν να το πληρώσουν με την ίδια τους τη ζωή.

Πράγματι, κινούμαστε στη ζώνη του αλλόκοτου: στα πρόσφατα γεγονότα της Εθνικής Πινακοθήκης έγινε πολύς λόγος για προστασία της νεολαίας και για απουσία καλού παραδείγματος, τη στιγμή που στην κοινωνία κυριαρχεί υποδούλωση στην ανηθικότητα και  διενεργείται  σύγχρονο (δια)νοητικό και ψυχικό παιδομάζωμα ποικιλοτρόπως. Εξάλλου, τι παράδειγμα δίνει η ιεροσυλία και φασιστική κακοποίηση της τέχνης και της ιερότητας θρησκευτικών και εθνικών συμβόλων; (δεν ξεχνάμε τη ροζ ελληνική σημαία στο ελληνικό Γενικό Προξενείο στη Νέα Υόρκη). Αλλά ναι, εκεί υπάρχει η ασυλία του άρθρου 16 του Συντάγματος, θα σπεύσουν ορισμένοι να τονίσουν.

Άραγε, τι θα γινόταν αν ο Ιωάννης Μεταξάς δεν απαντούσε με το ηρωικό «ΟΧΙ» κι αν οι ήρωες του ’21 δεν σήκωναν επαναστατικά λάβαρα;  Ένα είναι το βέβαιο: όλοι αυτοί οι  σύγχρονοι δήθεν δικαιωματιστές δεν θα μιλούσαν, ούτε θα έγραφαν στην ελληνική γλώσσα. Και επειδή πολλοί από αυτούς αναφέρουν πως ο Χριστιανισμός είναι «η θρησκεία της αγάπης και της αρμονίας», άρα – εν πολλοίς –  δεν δικαιούται να έχει αντίθετο λόγο, ας λάβουν υπόψιν τις παρακάτω εικόνες.

Όταν ο μαθητής και Απόστολος  Πέτρος προκειμένου να αποτρέψει τη σύλληψη του Ιησού κατά τη νύκτα εκείνη της προδοσίας  έκοψε το αυτί του Μάλχου, δούλου του αρχιερέα,  ο Χριστός τον επιτίμησε λέγοντας πως αν ήθελε μπορούσε να παρακαλέσει τον Πατέρα Του να στείλει λεγεώνες αγγέλων. Αυτό όμως δεν θα εκπλήρωνε τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας, δηλαδή της σωτηρίας του ανθρώπου. Μάλιστα, με το άγγιγμά Του και μόνο αποκατέστησε το αυτί του δούλου στη θέση του.

Σε άλλη περίπτωση όμως,  ο Ιησούς που κήρυξε την αγάπη, τη συγχωρητικότητα και την ταπείνωση, φτιάχνει πρόχειρο μαστίγιο και εκδιώκει όλους αυτούς που πουλούσαν και αγόραζαν μέσα στον ναό, θεοποιώντας το κέρδος και υποτιμώντας την πίστη.

Άλλο λοιπόν ελευθερία και δικαίωμα και άλλο προσβλητική ελευθεριότητα εις βάρος του άλλου – και δη της πλειοψηφίας – και  ψεύτικος  δικαιωματισμός. Ακόμη και Εκείνος  που τόσο με τον λόγο, όσο και με τα έργα Του δίδαξε την αρετή, αντιτάχθηκε στον παραλογισμό και την αδικία και δεν δίστασε με πραότητα  να απαιτήσει σεβασμό και δικαιοσύνη από τον φρουρό του αρχιερέα που Τον χτύπησε: «Ε κακς λάλησα, μαρτύρησον περ το κακο· ε δ καλς, τί με δέρεις;» (Ιω.18,23).

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά, θα πάρω μονοπάτια, να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.»

(Ευαγόρας Παλληκαρίδης)

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button