ΟΗΕ: Έκκληση για ανθρωπιστική πρόσβαση και πολιτική λύση στην Υεμένη

Για την κατάσταση στην Υεμένη συνεδρίασε το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών υπό την προεδρία της Ελλάδας.
Ο Ειδικός Απεσταλμένος του ΟΗΕ στην Υεμένη Χανς Γκρούντμπεργκ χαιρέτισε την «ανακοίνωση παύσης των εχθροπραξιών μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και των Χούθι (Ansar Allah) στις 6 Μαΐου» ως ένα «σημαντικό και αναγκαίο βήμα αποκλιμάκωσης» στην Ερυθρά Θάλασσα και την Υεμένη, τονίζοντας τον καθοριστικό ρόλο του Ομάν στη μεσολάβηση.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι «η Υεμένη παραμένει εγκλωβισμένη στις ευρύτερες περιφερειακές εντάσεις», αναφερόμενος στην επίθεση των Χούθι στο αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν στις 4 Μαΐου και τα ισραηλινά πλήγματα σε Χοντάιντα και Σαναά. «Πρόκειται για επικίνδυνη κλιμάκωση», ανέφερε, ζητώντας από όλα τα μέρη να «σεβαστούν το διεθνές δίκαιο και να προστατεύσουν τους αμάχους και τις υποδομές».
Εξήγησε ότι η Υεμένη αντιμετωπίζει «βαθιά δυσπιστία μεταξύ των μερών και σχεδόν πλήρη οικονομική κατάρρευση» και εντεινόμενη ανθρωπιστική κρίση. Ανέφερε ότι το νόμισμα συνέχισε να υποτιμάται, ξεπερνώντας τις 2.500 ριάλ ανά δολάριο, ενώ «στο ‘Αντεν καταγράφονται διακοπές ρεύματος έως και 15 ώρες ημερησίως και πλήρες μπλακ-άουτ στις γειτονικές επαρχίες Λαχτζ και Αμπιάν για πάνω από δύο εβδομάδες».
Κατήγγειλε ότι σε περιοχές που ελέγχουν οι Χούθι, οι δημόσιοι υπάλληλοι παραμένουν απλήρωτοι, η φυσική κατάσταση του χρήματος επιδεινώνεται και υπάρχει καταστολή της Κοινωνίας των Πολιτών καταστέλλεται. «Καθώς οι πολίτες δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα βασικά, οι φωνές της κοινωνίας φιμώνονται», δήλωσε.
Ο κ. Γκρούντμπεργκ υπογράμμισε ότι «η γενικευμένη οικονομική παρακμή καθιστά επιτακτική την ύπαρξη πολιτικής διαδικασίας», προσθέτοντας ότι «η απουσία πραγματικής ειρήνης δεν μπορεί να καλυφθεί από τη σχετική σταθερότητα των μετώπων» και επέμεινε ότι η «Υεμένη εξακολουθεί να χρειάζεται εκεχειρία, οικονομική ανάκαμψη και μια χωρίς αποκλεισμούς πολιτική διαδικασία για να προχωρήσει».
Ο ίδιος προέβη σε διπλωματικές επαφές με τα μέρη και την περιφερειακή κοινότητα στο Ριάντ και τη Μουσκάτ, μεταφέροντας αυτό το μήνυμα. Υπενθύμισε ότι «τα μέρη έχουν ήδη δεσμευθεί» σε έναν οδικό χάρτη που περιλαμβάνει «εκεχειρία σε εθνικό επίπεδο, μέτρα αντιμετώπισης επειγουσών οικονομικών και ανθρωπιστικών προκλήσεων και έναν πολιτικό διάλογο χωρίς αποκλεισμούς».
Έθεσε ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα της αυθαίρετης κράτησης υπαλλήλων του ΟΗΕ και ΜΚΟ από τους Χούθι, χαρακτηρίζοντάς τη ως «σοβαρή παραβίαση του διεθνούς δικαίου» με ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή ανθρωπιστική παρουσία. Ενώ χαιρέτισε τις πρόσφατες αποφυλακίσεις εργαζομένων της Ολλανδικής Πρεσβείας και άλλων οργανισμών, ανέφερε ότι «καλεί ευθέως τους Χούθι να αλλάξουν πορεία και να απελευθερώσουν άμεσα και χωρίς προϋποθέσεις όλους τους κρατούμενους».
Απευθυνόμενος στον λαό της Υεμένης διαβεβαίωσε πως ο ΟΗΕ «δεν θα παραιτηθεί από την επιδίωξη μιας δίκαιης, χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμης ειρήνης».
«Η συλλογική παγκόσμια κοινότητα ανέθεσε σε εσάς την κύρια ευθύνη για τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας – και αυτό ισχύει ειδικά για την Υεμένη» ανέφερε απευθυνόμενος στο Συμβούλιο Ασφάλειας.
Ο Αναπλ. Γενικός Γραμματέας για Ανθρωπιστικές Υποθέσεις Τομ Φλέτσερ καταδίκασε την «αυθαίρετη κράτηση» υπαλλήλων του ΟΗΕ και ΜΚΟ, καλώντας όλα τα κράτη-μέλη να πιέσουν για την άμεση απελευθέρωση τους.
Τόνισε όμως ότι «η Υεμένη δεν έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο» και ότι η ανθρωπιστική κρίση επιδεινώνεται, ιδίως για τα παιδιά. «Το 50% των παιδιών είναι υποσιτισμένα. Από αυτά, 600.000 βρίσκονται σε σοβαρή κατάσταση», ανέφερε.
Επιπλέον, το 20% των παιδιών κάτω του ενός έτους «δεν έχει εμβολιαστεί καθόλου, το οποίο είναι ένα από τα χειρότερα ποσοστά παγκοσμίως». Καθώς η χολέρα και η ιλαρά αυξάνονται ραγδαία, «η Υεμένη κατέγραψε το 2024 το ένα τρίτο των παγκόσμιων κρουσμάτων χολέρας και το 18% των σχετικών θανάτων».
Η κρίση πλήττει επίσης «1,4 εκατομμύρια έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες», ενώ συνολικά «9,6 εκατομμύρια γυναίκες και κορίτσια έχουν επείγουσα ανάγκη για ανθρωπιστική βοήθεια».
Ήδη «400 δομές υγείας – μεταξύ αυτών 64 νοσοκομεία – απειλούνται με αναστολή λειτουργίας, επηρεάζοντας 7 εκατομμύρια ανθρώπους». Η χρηματοδότηση για «700 μαίες εξαντλείται», ενώ 20 κέντρα και 2.200 προγράμματα θεραπείας υποσιτισμού έχουν ήδη κλείσει, στερώντας φροντίδα από 350.000 παιδιά και μητέρες.
Επισήμανε ότι τα κενά παροχής τροφίμων και υλικών «θα ξεκινήσουν από τον Ιούνιο ή Ιούλιο – ακριβώς όταν η υποσιτιστική κρίση θα κορυφωθεί». Παράλληλα, σχεδόν «1 εκατομμύριο γυναίκες και κορίτσια έχουν χάσει την πρόσβαση σε ασφαλείς χώρους και υπηρεσίες υποστήριξης ατόμων έμφυλης βίας».
Αναφερόμενος στη βία, δήλωσε ότι «σχεδόν 1.000 πολίτες έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί από την αρχή του έτους», ιδίως μετά την επανέναρξη αεροπορικών επιδρομών τον Μάρτιο. Κατήγγειλε ότι επλήγησαν «λιμάνια, αεροδρόμια, σταθμοί ηλεκτροδότησης και κρίσιμες υποδομές», ζητώντας «σεβασμό στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και προστασία των αμάχων».
«Στις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες, ομάδες υγείας παρείχαν χειρουργική υποστήριξη σε οκτώ επαρχίες, χορηγήθηκε βοήθεια σε 28.000 άτομα, και εγκαταστάθηκαν νέα δίκτυα νερού στην πόλη Μαρίμπ» σημείωσε. Από την αρχή του 2025, σχεδόν 150 εταίροι του ΟΗΕ παρείχαν βοήθεια σε 333 περιοχές της Υεμένης. «5 εκατομμύρια άνθρωποι έλαβαν τρόφιμα, 1,2 εκατομμύρια καθαρό νερό και 154.000 παιδιά επέστρεψαν στο σχολείο» ανέφερε.
Ο κ. Φλέτσερ «ένα παιδί μπορεί να αναρρώσει από τον υποσιτισμό, μόνο για να υποτροπιάσει επειδή η οικογένεια του δεν έχει καθαρό νερό». Υπογράμμισε ότι «οι άνθρωποι της Υεμένης χρειάζονται όχι μόνο βοήθεια, αλλά ειρήνη και την ευκαιρία να ξαναχτίσουν τις ζωές τους».
Ο Έλληνας Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ πρέσβης Ευάγγελος Σέκερης τόνισε ότι ένας αυξανόμενος αριθμός γυναικών στην Υεμένη στερείται ακόμη και των θεμελιωδών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ζήτησε τον πλήρη σεβασμό των διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
Καταδίκασε έντονα τη συνεχή παράνομη και αδικαιολόγητη κράτηση διπλωματικού προσωπικού, προσωπικού των Ηνωμένων Εθνών και ΜΚΟ και εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις από τους Χούθις, συμπεριλαμβανομένων γυναικών εργαζομένων σε ανθρωπιστικές οργανώσεις, δημοσιογράφων και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξέφρασε την αμέριστη υποστήριξή του προς τον Απεσταλμένο του ΟΗΕ στην Υεμένη Χανς Γκρούντμπεργκ και στις προσπάθειές του για την αναζωογόνηση του ειρηνευτικού διαλόγου στην Υεμένη.
Τόνισε ότι η Ελλάδα παραμένει αφοσιωμένη στη διασφάλιση της θαλάσσιας ασφάλειας και της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας, μεταξύ άλλων μέσω της ναυτικής επιχείρησης της ΕΕ ASPIDES στην Ερυθρά Θάλασσα.