ΚρήτηΤοπικές Είδησης

Ο ζωγράφος Δημήτρης Περδικίδης… και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ μας

Μετά τη σημαντική δωρεά που έκανα στον Δήμο Ηρακλείου και την τρομερή απήχηση που είχε η πράξη μου αυτή και εκτός των ορίων του ελληνικού χώρου, αφού μέσω ίντερνετ, όχι φυσικά με δική μου πρωτοβουλία, αλλά μέσω αγνώστων, η είδηση έφτασε μέχρι την Αμερική, θα μιλήσω λίγο για τον ζωγράφο και τη φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ μας

Πριν περάσω στο κυρίως θέμα, θα αναφερθώ στο ποιο ήταν το πρώτο μου κίνητρο για να μυηθώ στην τέχνη.

Το 1963 έδωσα εξετάσεις για το πανεπιστήμιο στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Και στα δύο εισήλθα επιτυχώς, αλλά επέλεξα να φοιτήσω στη Θεσσαλονίκη για προσωπικούς λόγους.

Το θέμα της έκθεσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν το εξής: “Λιμήν εν ατυχίαις ανθρώποις εστί τέχνη”.

Το θέμα της εκθέσεως, το οποίο διαπραγματεύθηκα, δεν πέρασε χωρίς να επηρεάσει τον χαρακτήρα μου και την οπτική μου απέναντι στην τέχνη.

Όταν το 1970 άρχισα να εργάζομαι ως φιλόλογος στο Λύκειον “Ο Κοραής”, τα πρώτα χρήματα που πήρα τα διέθεσα για να αγοράσω έναν τεράστιο πίνακα, Έλληνα καταξιωμένου ζωγράφου, ο οποίος μου άρεσε. Ο πίνακας στοίχιζε 15.000 δρχ. και ο μισθός μου ήταν 2.500 δρχ. Διέθεσα δηλαδή 6 μισθούς για να αγοράσω τον πίνακα αυτό. Τον τοποθέτησα απέναντι από το γραφείο μου, όπου και βρίσκεται ακόμη. Το θέμα του είναι ένα ωραιότατο φυσικό τοπίο και μία άμαξα να το διασχίζει. Ο πίνακας αυτός στις ατελείωτες ώρες που ήμουν “κτισμένη” στο γραφείο μου και η μόνη μου έξοδος ήταν η διαδρομή για το πανεπιστήμιο, μου έδιδε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμουν κι εγώ μέσα στη Φύση.

Στη συνέχεια κάθε τόσο εμπλούτιζα τον διάκοσμο του σπιτιού μου με νέα έργα, πάντα καταξιωμένων ζωγράφων, ώσπου έφτασε η άνοιξη του έτους 1989, οπότε γνώρισα τον Δημήτρη Περδικίδη με την έκθεσή του που έκανε στην Gallery Σταυρακάκη, στο Ηράκλειο. Με ειδοποίησε για την έκθεση η αγαπημένη μου φίλη Λουίζα Καραπιδάκη, γνωρίζοντας την ευαισθησία μου για την Τέχνη. Η Λουίζα γνώριζε για την αξία του ζωγράφου από το Παρίσι όπου σπούδαζε.

Ο Περδικίδης, αν και δεν ήταν Κρητικός, αγαπούσε ιδιαίτερα την Κρήτη.

Με την έκθεσή του λοιπόν αυτή, στην οποία τα έργα του είχαν πολύ χαμηλότερες τιμές απ’ ό,τι συνήθως, ήθελε να δώσει τη δυνατότητα στους Κρητικούς να αποκτήσουν έργα του.

Την επομένη αμέσως επισκέφτηκα και την Gallery και γνώρισα τον μεγάλο ζωγράφο. Η εμφάνισή του μου έκανε εξαιρετική εντύπωση. Ήταν πανύψηλος, 1,97 μ., μειλίχιος σαν Ολύμπιος Θεός, ένας πραγματικός αριστοκράτης. Περιηγήθηκα την έκθεση, θαύμασα τα έργα του και τελικά επέλεξα ένα.

Καθώς παρατηρούσα τα έργα της έκθεσης, ο καλλιτέχνης, χωρίς να το αντιληφθώ, πρόσεξε τα χέρια μου, για τα οποία όσοι με γνώριζαν έλεγαν ότι ήταν πολύ ωραία. Ο ζωγράφος δεν έμεινε ασυγκίνητος, γι’ αυτό και με παρακάλεσε να τα ακουμπήσω πάνω στον πίνακα που είχα επιλέξει για να τα φωτογραφίσει και να αποτελέσουν θέμα για την τέχνη του

Όλα τα έργα είχαν την τιμή των 100.000 δρχ., πλην ενός, το οποίο εκτιμάτο 250.000 δρχ., το οποίο και επέλεξα. Καθώς παρατηρούσα τα έργα της έκθεσης, ο καλλιτέχνης, χωρίς να το αντιληφθώ, πρόσεξε τα χέρια μου, για τα οποία όσοι με γνώριζαν έλεγαν ότι ήταν πολύ ωραία. Ο ζωγράφος δεν έμεινε ασυγκίνητος γι’ αυτό και με παρακάλεσε να τα ακουμπήσω πάνω στον πίνακα που είχα επιλέξει για να τα φωτογραφίσει και να αποτελέσουν θέμα για την τέχνη του.

Ανταποκρίθηκα στην επιθυμία του και η φωτογραφία που δημοσιεύεται δείχνει αυτό ακριβώς το γεγονός.

Την επόμενη μέρα μου τηλεφώνησε ο galleristas και μου διαβίβασε την επιθυμία του ζωγράφου να με επισκεφθούν στο σπίτι μου για ένα καφέ, λέγοντάς μου ότι ο ζωγράφος, από την επιλογή του έργου που έκανα, εξετίμησε την καλλιέργειά μου και ήθελε να δει τον χώρο που ζω.

Τους δέχτηκα φυσικά ευχαρίστως και ο ζωγράφος έμεινε έκπληκτος από την ιδιαιτερότητα των επίπλων μου, ξυλόγλυπτα με μοναδικές στάσεις, τις οποίες είχα ερευνήσει σε πηγές βυζαντινές και νεότερες και τις είχε φιλοτεχνήσει ο καλλιτέχνης ξυλογλύπτης μου, Χριστόφορος Σιδέρης.

Ακολούθησε μια βραδιά που οργάνωσα στο σπίτι μου με εκλεκτούς συμπολίτες μας και στενές φίλες, για να τιμήσω τον σπουδαίο άνδρα.

Τα εδέσματα ετοίμασα η ίδια και οι βοηθοί μου στο σερβίρισμα χαριτωμένες υπάρξεις, όπως η Λουίζα, η Άννα Μαμουνάκη και μεταξύ των παρευρισκομένων η εκλεκτή για την καλλιέργειά της Νέλλη Βαρβεράκη, η πιστή μου φίλη Μαίρη Πλατάκη και πολλοί άλλοι, τους οποίους αυτή τη στιγμή δεν ενθυμούμαι και ας με συγχωρέσουν για την παράλειψη.

Τιμώμενο πρόσωπο ο Δημήτρης Περδικίδης.

Ο μεγάλος αυτός μύθος της Τέχνης σχεδόν μονολόγησε, διότι αυτό θέλαμε όλοι. Μίλησε για την Τέχνη του, τη σταδιοδρομία του στο εξωτερικό και έκανε και μια αποκαλυπτική δήλωση, ενώ έζησε σε μια εποχή με συνταρακτικά γεγονότα, αυτός περιορίστηκε στο να ζωγραφίσει ναύτες.

Η βραδιά κύλησε καταπληκτικά, όλοι μείναμε ενθουσιασμένοι και ένας εκλεκτός και φιλότεχνος συμπολίτης μας, ο Γιώργος Καλοκαιρινός, δήλωσε ότι ήταν η ωραιότερη βραδιά της ζωής του.

Τελείωσε η έκθεση, τα έργα έγιναν ανάρπαστα, γνωστοί επαγγελματίες ζωγράφοι της πόλης μας έσπευσαν να αδράξουν την ευκαιρία και να αποκτήσουν ένα ή δύο έργα του μεγάλου ζωγράφου.

Δέκα ημέρες αργότερα δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από την Κηφισιά. Ήταν ο Δημήτρης Περδικίδης. Στο τηλεφώνημα αυτό μου εξομολογήθηκε ότι τόσο πολύ ενθουσιάστηκε από τη βραδιά αυτή στο σπίτι μου, ώστε σε 10 ημέρες ζωγράφισε 40 έργα. Με καλούσε λοιπόν να τον επισκεφθώ για να τα δω. Χωρίς δεύτερη σκέψη την επομένη το πρωί πήρα το αεροπλάνο και το μεσημέρι βρισκόμουν στο σπίτι του. Πραγματικά οι δημιουργίες του αυτές ήταν καταπληκτικές και ανάμεσα σε αυτές ένας πίνακας με τα αρχικά του ονόματός μου στο πάνω μέρος “R… a”, τον οποίο και μου δώρισε. Υπάρχει η φωτογραφία στο δημοσίευμα.

Είχαμε ένα φιλικό τετ-α-τετ με προσωπικές του εξομολογήσεις, την πρόωρη απώλεια της συζύγου του, την οποία δεν ξεπέρασε ποτέ, και το πάθος για την Ελλάδα και την Τέχνη. Αν και ζούσε στο εξωτερικό, παρακολούθησε λεπτομερώς τα γεγονότα που συνέβαιναν στην Ελλάδα και αντιδρούσε μέσω της Τέχνης του. Έτσι επί Χούντας ζωγράφισε έναν τεράστιο πίνακα που συγκλόνισε την Ευρώπη με μια τεράστια ΜΟΥΝΤΖΑ.

Η φωτογραφία βγήκε το 1989 για τη VISA, προκειμένου να παραστεί η κ. Ρένα σε ένα συνέδριο στην Τυφλίδα της Γεωργίας.

Στη συνέχεια μου έφερε δύο ντοσιέ και μου έδειξε τα έργα της καλλιτεχνικής του πορείας από την εποχή ακόμη που ήταν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα (1947), και τα οποία δεν είχε προς πώληση. Μερικά από αυτά είναι τα 22 έργα της δωρεάς που έχω κάνει.

Επιστρέφοντας στην Κρήτη, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Η ζωή, πέραν των χρόνων που ήμουν κάτω από τις φτερούγες της πατρικής μου οικογένειας, δε μου έδωσε χαρές. Το αντίθετο, πολλές δυστυχίες, ανίατες αρρώστιες, τραυματικό διαζύγιο, τραγικούς θανάτους των πιο αγαπημένων μου προσώπων και πολλά άλλα που δε δημοσιοποιούνται. Ένα πράγμα μου έδινε χαρά, πέραν της έρευνας, η Τέχνη. Αυτό λοιπόν μπορούσα να το προσφέρω στον πολύπαθο εαυτό μου.

Είχα ένα σημαντικό αποθεματικό ποσό από κληρονομιά. Δεν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις, είχα εισοδήματα και υψηλό μισθό, επομένως μπορούσα να διαθέσω το ποσό αυτό εκεί όπου έβρισκα καταφύγιο και έπαιρνα δύναμη, στην Τέχνη.

Vlaxaki
Ο Δημήτρης Περδικίδης φωτογραφίζει τα χέρια της Ρένας Βλαχάκη-Μαρκάκη.

Ένα τηλεφώνημα στον μεγάλο ζωγράφο και ένα δεύτερο ταξίδι για να επιλέξω τα έργα που ήθελα και η μνημειώδης αγορά έγινε. Ίσως η Συλλογή μου περιείχε τα περισσότερα και τα πιο σπάνια έργα όλων των εν Ελλάδι Συλλογών.

Για εμένα ήταν μεγάλη τιμή να έχω στον χώρο μου έναν “γίγαντα” της Ζωγραφικής, αλλά και ο ζωγράφος τόσο ταπεινός, όπως όλες οι αξίες, για να μου εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, μου προσέφερε ένα δώρο. Ένα οικογενειακό κειμήλιο, μια ασημένια καρφίτσα της γιαγιάς του μέσα στο ίδιο κουτάκι που τη φύλασσε η γιαγιά του.

Δίστασα να το δεχτώ, αλλά προ της επιμονής του το δέχτηκα. Σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια και καθώς ευρίσκομαι στον επίλογο της ζωής μου, προβληματίζομαι αν πρέπει να την κρατήσω ή να τη στείλω στην κόρη του, στην Ισπανία όπου ζει, γιατί σε αυτήν κανονικά ανήκει.

Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ μας συνεχίστηκε με τηλεφωνήματα εκατέρωθεν. Κάποια ημέρα μού ανακοίνωσε ότι επιθυμεί να διαιωνίσει τη μορφή μου διά της Τέχνης του, κάνοντάς μου μερικά πορτρέτα.

Για τον σκοπό αυτό ήρθε στην Κρήτη με τη φωτογραφική του μηχανή και στο σαλόνι του σπιτιού μου τράβηξε 147 πόζες, ώσπου να επιτύχει την έκφραση που ο καλλιτέχνης έβρισκε ότι με εκπροσωπούσε. Μου κρατούσε πάλι ένα δώρο, μια ασημένια ζώνη με μια μπλε πέτρα για τη λεπτή μου μέση, όπως μου είπε, η οποία όντως τότε ήταν πολύ λεπτή.

Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ

Ο πρόωρος και ξαφνικός χαμός του “γίγαντα” της ζωγραφικής

Ο ξαφνικός και πρόωρος θάνατός του το φθινόπωρο του 1989, 6 μήνες αφότου τον είχα γνωρίσει σε ηλικία 67 ετών, δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τα πορτρέτα μου. Βρέθηκαν από την κόρη του ημιτελή, καθώς και οι 147 φωτογραφίες.

Ο θάνατός του με συγκλόνισε, μόλις είχα επιστρέψει από την Τυφλίδα της Γεωργίας, όπου παρέστην σε ένα συνέδριο. Του τηλεφώνησα μόλις επέστρεψα και μου είπε ότι είχε πάθει έμφραγμα. Μετά από λίγες ημέρες έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, αφού είχε κερδίσει την αιωνιότητα εν ζωή.

Δεν είχα τη δύναμη να τον αποχαιρετήσω διά της παρουσίας μου. Ζήτησα όμως από τον αδελφό μου και τη σύζυγό του να παραστούν αντί εμού.

Εγώ σαν επικήδειο με τον αγαπητό φίλο Νίκο Λεβεντάκη κάναμε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο για τον μεγάλο ζωγράφο. Πολύ μικρή τιμή για έναν “γίγαντα”. Γι’ αυτό ένιωθα πάντα ότι του οφείλω να τον τιμήσω περισσότερο κι αυτό έκανα με τη δωρεά μου.

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button