Οι ΗΠΑ ενεργοποιούν δασμούς-μαμούθ 104% κατά της Κίνας – Ευαίσθητες ισορροπίες στις αγορές παρά τη θετική αντίδραση

Σε μια άνευ προηγουμένου κλιμάκωση του εμπορικού μετώπου ΗΠΑ–Κίνας, η Ουάσιγκτον ενεργοποιεί δασμούς συνολικού ύψους 104% στα κινεζικά προϊόντα, προκαλώντας αναστάτωση στις διεθνείς αγορές που προσπαθούν να διαβάσουν πίσω από κάθε δήλωση του Ντόναλντ Τραμπ.
Η απόφαση, που τίθεται σε εφαρμογή από τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης (7 π.μ. ώρα Ελλάδας), έρχεται ως απάντηση στη μη άρση του ανταποδοτικού δασμού 34% από το Πεκίνο εντός της διορίας που είχε θέσει η αμερικανική πλευρά, όπως ανέφερε Αμερικανός αξιωματούχος την Τρίτη.
Το τελικό ποσοστό επιβάρυνσης προκύπτει από τη σωρευτική εφαρμογή τριών ξεχωριστών μέτρων: το αρχικό 20% στις αρχές του έτους, επιπλέον 34% που ανακοίνωσε ο Τραμπ την περασμένη Πέμπτη, και νέα επιβάρυνση 50% που γνωστοποιήθηκε τη Δευτέρα.
Παρά τη σημαντική άνοδο των χρηματιστηρίων την Τρίτη, η συγκεκριμένη εξέλιξη δημιουργεί αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία των αγορών.
Ο δείκτης Nikkei στην Ιαπωνία κατέγραψε άλμα άνω του 6%, δίνοντας το σύνθημα για ανάκαμψη και στις ευρωπαϊκές αγορές: FTSE 100 +2,71%, DAX +2,48%, CAC 40 +2,50%, IBEX 35 +2,37%. Θετική ήταν και η εικόνα στο Χρηματιστήριο Αθηνών, όπου ο Γενικός Δείκτης έκλεισε με κέρδη 6,19%, ενώ η μεγαλύτερη ημερήσια άνοδος έφτασε το 6,97%.
Ωστόσο, η αισιοδοξία είναι εύθραυστη. Ο Ρας Μολντ, επικεφαλής στρατηγικής της AJ Bell, σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «οι χρηματιστηριακές αποτιμήσεις κρέμονται από κάθε λέξη που εκφέρει ο Τραμπ για τους δασμούς».
Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν πως ο Αμερικανός πρόεδρος λειτουργεί πλέον αποσταθεροποιητικά για την παγκόσμια οικονομία, ενώ και επενδυτές που παλαιότερα τον στήριζαν τον αντιμετωπίζουν τώρα ως “ρίσκο” για τις αγορές.
Πάντως, ο ίδιος παραμένει αισιόδοξος, δηλώνοντας ότι βλέπει θετικά μια νέα εμπορική συμφωνία με τη Νότια Κορέα.
Την ίδια στιγμή, ο ασκών καθήκοντα προέδρου της χώρας ξεκαθάρισε στο CNN ότι η Σεούλ δεν πρόκειται να στοιχηθεί με την Κίνα ή την Ιαπωνία σε αντίποινα, αλλά θα επιδιώξει μια νέα, διμερή συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες.