Διεθνής επικαιρότητα

Θα μπορούσαν Τραμπ και Πούτιν να επιλύσουν το Κυπριακό ζήτημα;

Γράφει ο Dr. William Mallinson, πρώην Βρετανός διπλωμάτης, συγγραφέας και εμπειρογνώμων για την Κύπρο

Εισαγωγή

Σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, η Κύπρος έχει υπάρξει το πεδίο προβολής της απληστίας και των φιλοδοξιών των μεγαλύτερων δυνάμεων για εκατοντάδες χρόνια. Εν τούτοις, το νησί δεν διαιρέθηκε ποτέ γεωγραφικά ή εθνοτικά μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974, η οποία απέκοψε το βόρειο τρίτο του νησιού από την υπόλοιπη επικράτεια, εκδιώχνοντας τους Ελληνοκυπρίους και εισάγοντας Τούρκους εποικιστές οι οποίοι έχουν σχεδόν πλημμυρίσει τους γηγενείς Τουρκοκυπρίους (η επιχείρηση αυτή ήταν πράγματι μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις εθνικής εκκαθαρίσεις από τότε που το Εβραϊκό Κράτος εκδίωξε περίπου 750,000 Παλαιστινίους το 1948). Σύγχρονη εκδήλωση της στρατηγικής σημασίας του νησιού είναι οι ΠΚΒ (Περιοχές Κυρίαρχων Βάσεων), στις οποίες βασίστηκε η υπό όρους ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960. Καθώς οι διαπραγματεύσεις για την επανένωση του νησιού συνεχίζονται βασανιστικά, όπως έχουν κάνει για πάνω από πενήντα χρόνια, είναι πλέον καιρός να αναλογιστούμε τον πιθανό αντίκτυπο της τρέχουσας ρευστότητας και αναδιάταξης των διακρατικών σχέσεων. Η Κίνα, η Ουκρανία και η Μέση Ανατολή είναι τώρα στο στόχαστρο της αμερικανικής πολιτικής. Αλλά όταν και αν η Συρία και η Παλαιστίνη σταθεροποιηθούν – τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό – και όταν η ένταση στην Κίνα μειωθεί, η Κύπρος θα περιέλθει υπό προσεκτική εξέταση από τους διαχειριστές της. Σε αυτό το σύντομο σημείωμα, θα αναλογιστούμε την τρέχουσα ρευστότητα, στα όρια της αταξίας, των παγκόσμιων πραγμάτων, στο βαθμό που επηρεάζει την Κύπρο, τις βρετανικές βάσεις, τις ελληνορωσικές σχέσεις και το Ισραήλ και την Τουρκία, και θα ολοκληρώσουμε εξετάζοντας τον ενισχυμένο ρόλο και επιρροή της Ρωσίας στο φως της διαφαινόμενης νίκης της επί του ΝΑΤΟ στις εχθροπραξίες της Ουκρανίας και το πώς η ίδια μαζί με τις ΗΠΑ θα μπορούσαν να κόψουν το γόρδιο δεσμό.

Επί του παρόντος

Μαζί με τη καινοφανή, επιχειρηματικά προσανατολισμένη προσέγγιση του Τραμπ στα διακρατικά τεκταινόμενα, και του εμφανούς ενδιαφέροντός του για τη Μέση Ανατολή και την υποστήριξη του Εβραϊκού Κράτους, συμπεριλαμβανομένου ενός κάπως αλλόκοτου σχεδίου για την επανεγκατάσταση των κατοίκων της Λωρίδας της Γάζας και τη δημιουργία ενός αμερικανικού επινείου, έχουμε το ρωσικό παράγοντα, και τις εντατικές διαπραγματεύσεις που λαμβάνουν χώρα μεταξύ Ρώσων και Αμερικανών διπλωματών με σκοπό την αποκατάσταση και ομαλοποίηση των σχέσεων των δύο χωρών. Παρόλη την στήριξη του Τραμπ προς τον Σιωνισμό, ο πρώτος θα μπορούσε κάλλιστα να ενοχλείται όλο και περισσότερο από τις υπόνοιες ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι αντικείμενο διαχείρισης του Εβραϊκού Κράτους, τουλάχιστον αναφορικά με τη Μέση Ανατολή.[1] Και, δεδομένου του ενδιαφέροντός του για ομαλοποίηση των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας, ακόμα και σε βαθμό κατανόησης και δραστηριοποίησης υπέρ των εκπεφρασμένων ανησυχιών για την ασφάλεια  της δεύτερης, δεν θα ήταν απίθανο, παρόλες τις πιθανές ισραηλινές ενστάσεις, να συζητηθεί η ρωσική προτίμηση για μια Κύπρο ουδέτερη, απαλλαγμένη από ξένα στρατεύματα, εξέλιξη που θα παρέκαμπτε την ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον στα αρχικά της στάδια, παρόμοια με τις συνομιλίες Ουάσινγκτον-Μόσχας για το Ουκρανικό. Ας αρχίσουμε τώρα να μπαίνουμε στο ψαχνό.

Το ΝΑΤΟ και οι Βάσεις

Είναι αρκετά κατανοητό ότι η υπό όρους ανεξαρτησία της Κύπρου που επιτεύχθηκε το 1960 οφειλόταν κυρίως στις προσπάθειες του πρώτου προέδρου της χώρας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, καθώς και στις αμερικανικές πιέσεις για επίλυση εντός πλαισίων του ΝΑΤΟ, με άλλα λόγια την de facto προσάρτηση σχεδόν του 3% της Κύπρου προκειμένου να φιλοξενηθούν οι ΠΚΒ, τις οποίες ο Μακάριος υποχρεώθηκε να δεχθεί. Ίσως κάπως σουρεαλιστικά, πάνω από το μισό του κειμένου της Συνθήκης Εγκαθιδρύσεως είναι αφιερωμένο στις βρετανικές βάσεις και τα δευτερεύοντα δικαιώματα της Βρετανίας αναφορικά τις στρατιωτικές μετακινήσεις και υπερπτήσεις. Η ίδια η δημιουργία του νέου κράτους εδράστηκε στη στρατηγική του ΝΑΤΟ. Αυτό τα λέει όλα. Οι βάσεις, τμήμα κυρίαρχου βρετανικού εδάφους, παραμένουν επ’ αόριστον, τουλάχιστον όσο διατηρεί την παρουσία του το Ηνωμένο Βασίλειο, ή μέχρι η ρωσική και αμερικανική πίεση οδηγήσουν στην απομάκρυνσή τους.

Οι ΠΚΒ έχουν αποδειχθεί άβολες για τη Βρετανία: Πίσω στο 1964, το Υπουργείο Εξωτερικών παραδεχόταν ιδιωτικά ότι οι ΠΚΒ θα θεωρούνταν αυξανόμενα αναχρονιστικές από την παγκόσμια κοινή γνώμη. Μέχρι το 1975, σύμφωνα με το ίδιο υπουργείο, τα βρετανικά στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο θεωρούνταν ελάχιστα, ενώ η Βρετανία κατέβαλλε εντατικές προσπάθειες για να τις εγκαταλείψει, αν και συνάντησε την ένσταση του Κίσιντζερ. Ακόμα και αφού ο τελευταίος δεν ήταν πλέον στο τιμόνι της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, το φάσμα του παρέμεινε, και, μέχρι το 1981, η Βρετανία είχε εγκαταλείψει τις προσπάθειες να παραιτηθεί από τις βάσεις: σε μία παράξενη μεταστροφή, το Υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας θεωρούσε τώρα τη διατήρηση των βάσεων ως μεγαλύτερης σημασίας από την εύρεση λύσης, διατεινόμενο ιδιωτικά ότι μια πρώιμη λύση μπορεί να μην ήταν εποικοδομητική (αφού μπορεί με τη σειρά της να αύξανε τις πιέσεις εναντίον των ΠΚΒ), και ότι τα βρετανικά συμφέροντα εξυπηρετούνταν καλύτερα από τη συνεχιζόμενη κίνηση προς μία λύση – χωρίς την προοπτική άμεσης επίτευξής της.[2] Προφανώς, ο λόγος της Βρετανίας στο ζήτημα δε μετράει πια, και η τελευταία λαμβάνει τις εντολές της από την Ουάσινγκτον. Παρομοίως, ο λόγος της Ελλάδας, παρόλη τη θεωρητική στήριξη της τελευταίας για μια κυρίαρχη και ενωμένη Κύπρο, επίσης είναι μειωμένης σημασίας, με τη χώρα υποχρεωμένη να ακολουθεί τις πολιτικές της Ουάσινγκτον και να μην τολμάει να ζητήσει τη στήριξη της Μόσχας (όπως μπόρεσε να κάνει ο Μακάριος), με επίγνωση του ότι η Ουάσινγκτον, και επομένως το Λονδίνο, θεωρούν την Τουρκία πιο σημαντική στρατηγικά από την Ελλάδα.[3] Δεδομένης της σύρραξης στην Ουκρανία, η Ελλάδα έχει μέχρι τώρα αναγκαστεί να υιοθετήσει μια εχθρικότερη στάση έναντι της Ρωσίας απ’ ό,τι προηγουμένως, ακολουθώντας πειθήνια τις Βρυξέλλες, φτάνοντας μέχρι και τις απελάσεις διπλωματών. Η Ελλάδα παραείναι άτολμη για να υιοθετήσει μια στάση παρόμοια με της Ουγγαρίας, της Σερβίας ή ακόμα και της Σλοβακίας, έναντι της Μόσχας. Η Ρωσία δεν έχει λόγο να εμπιστεύεται την Ελλάδα και όπως θα δούμε παρακάτω, θα μπορούσε να της προκαλέσει σημαντικά προβλήματα μέσω της Κύπρου.

Η Ρωσία και η Ελλάδα

Ο πρώτος ηγέτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αναμφίβολα φιλικά διακείμενος προς τη Ρωσία, πράγμα ελάχιστα απρόσμενο, όχι μόνο επειδή είχε χρηματίσει υπουργός εξωτερικών της αλλά και επειδή η Ελλάδα όφειλε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Μόσχα, η οποία είχε επεμβεί στρατιωτικά, επικρατώντας των Οθωμανών και αναγκάζοντας έτσι το φιλοοθωμανικό Λονδίνο να εγκαταλείψει τα σχέδιά του για μια ‘αυτόνομη’ Ελλάδα υπό οθωμανικό έλεγχο. Εν τούτοις ο ελληνορωσικός μήνας του μέλιτος έλαβε απότομο τέλος όταν ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε – προς τέρψη του Λονδίνου – το 1831. Στο εξής η Ελλάδα, προτεκτοράτο της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, θα μετατρεπόταν σε πεδίο μάχης μεταξύ αγγλικών, γαλλικών, βαυαρικών και ρωσικών συμφερόντων. Η Βρετανία, που χρειαζόταν τη φιλία της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για στρατηγικούς λόγους, ήταν εμμονικά ανήσυχη για τη ρωσική επιρροή στην Ελλάδα, ειδικά αφού ο Τσάρος απειλούσε να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, όπως δήλωνε ο Έντμουντ Λάιονς, βρετανός πρεσβευτής στην Ελλάδα: ‘μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα είναι κάτι παράλογο. Η Ελλάδα μπορεί να είναι είτε αγγλική είτε ρωσική, και αφού δε μπορεί να είναι ρωσική, οφείλει να είναι αγγλική.’ Ο Κριμαϊκός Πόλεμος υπογράμμισε τον αγγλικό φόβο για τη Ρωσία, που έφτασε μέχρι τον αποκλεισμό της Ελλάδας, για να αποτραπεί η αποστολή βοήθειας στη Ρωσία. Η ‘Μεγάλη Ανατολική Κρίση’ αποτέλεσε επιπλέον τεκμήριο του αγγλικού φόβου για τη ρωσική ισχύ, όταν το Λονδίνο κρυφίως απέκτησε την Κύπρο για στρατηγικούς λόγους, οδηγώντας σε κυπριακά αιτήματα για ένωση με την Ελλάδα. Πηγαίνοντας στο 1919, όταν η Ελλάδα έστειλε χιλιάδες στρατεύματα στην Ουκρανία για να πολεμήσει τον Κόκκινο Στρατό, πρώτη κατάφερε όχι μόνο να εξοργίσει τη Μόσχα αλλά και να αποδυναμώσει τις ελληνικές προσπάθειες επικράτησης επί του στρατού του Ατατούρκ στη Μικρά Ασία, Η εμπιστοσύνη της Μόσχας προς το ελληνικό κράτος έλαβε ισχυρό πλήγμα και, μέχρι το 1944, η Σοβιετική Ένωση είχε συμφωνήσει με τον Τσώρτσιλ ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να περιέλθει στη σφαίρα επιρροής της Βρετανίας, συμφωνία την οποία η Μόσχα τήρησε. Έκτοτε και, παρόλο τον Ψυχρό Πόλεμο, οι ελληνικές κυβερνήσεις, με πιθανή εξαίρεση αυτήν του Ανδρέα Παπανδρέου, έχουν υπηρετήσει τη νατοϊκή ατζέντα, παρόλο που ο ελληνικός λαός στο σύνολό του είναι γενικά φιλικά διακείμενος προς τη Ρωσίας. Οι ελληνορωσικές σχέσεις υπέστησαν άλλο ένα ισχυρό πλήγμα ότι το ρωσικής έμπνευσης σχέδιο για τον πετρελαϊκό αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης ακυρώθηκε, εξαιτίας αμερικανικών πιέσεων στην κυβέρνηση Καραμανλή. Εν ολίγοις, παρόλη την ιστορική εγγύτητα μεταξύ των λαών Ελλάδας και Ρωσίας, που θεμελιώνεται στην κοινή θρησκεία και τον αποφασιστικό ρόλο της Ρωσίας στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία, η Μόσχα δεν εμπιστεύεται πια τις ελληνικές κυβερνήσεις, πολλώ δε μάλλον αφού η Ελλάδα έχει καταστεί κόμβος της αμερικανικής στρατιωτικής στρατηγικής, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις ΠΚΒ. Στο θρησκευτικό μέτωπο, το γεγονός ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν είναι πια σε κοινωνία με ο Πατριαρχείο Μόσχας – με το σχίσμα να έχει ξεκινήσει όταν το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αυθαίρετα ακύρωσε μια συμφωνία του 1685 με τη Μόσχα, που εξασφάλιζε τον έλεγχο από την τελευταία της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, αναγνωρίζοντας τώρα την ‘Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας’ – έχει δηλητηριάσει περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ της Αθήνας και της Μόσχας. Επιδεινώνοντας τα πράγματα, η Ελλάδα έγινε πρόσφατα η μόνη κυρίως Ορθόδοξη χώρα η οποία επιτρέπει τους κρατικούς γάμους μεταξύ ομοφυλοφίλων, πράγμα που είναι ανάθεμα για τη Μόσχα. Η απαξίωση της Μόσχας για την ελληνική ηγεσία σίγουρα θα μεγεθύνθηκε περαιτέρω όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, χαιρέτησε την παράνομη δολοφονία του Ιρανού στρατηγού Σολεϊμανί, στο Ιράκ. Ακόμα και το Βερολίνο και το Παρίσι απέφυγαν να πράξουν το ίδιο.

Όσο για την Κύπρο, παρόλο που ο γάμος μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου δεν αναγνωρίζεται, η τοπική Εκκλησία, όπως και η ελλαδική, δεν είναι πλέον σε κοινωνία με τη Μόσχα. Εν τούτοις, οι σχέσεις Κύπρου-Ρωσίας είναι πολύ διαφορετική υπόθεση από αυτές της Ελλάδας με τη Ρωσία, δεδομένων των ρωσικών στρατηγικών συμφερόντων στην Κύπρο. Η ρωσική επιρροή είναι πράγματι πολύ ισχυρότερη στη Λευκωσία απ’ ότι στην Αθήνα. Από την εποχή της υπό όρους κυπριακής ανεξαρτησίας, η Μόσχα έχει ακολουθήσει μια συνεπή γραμμή, την επιδίωξη, δηλαδή, μια ανεξάρτητης Κύπρου, απαλλαγμένης από ξένα στρατεύματα. Έχει έτσι απειλήσει με στρατιωτική δράση, προκειμένου να αποτρέψει τουρκική εισβολή το 1964 και το 1967. Ο λόγος για τον οποίο δεν επενέβη στρατιωτικά το 1974 ήταν η επιθυμία της να αποτρέψει την απόπειρα της ελλαδικής χούντας να ενώσει την Κύπρο με την Ελλάδα και έτσι να ενισχύσει το ΝΑΤΟ. Αυτή υπήρξε η ρωσική πολιτική έκτοτε, εξ’ ου και η κριτική της για το Σχέδιο Ανάν, το οποίο δεν ήταν πολύ περισσότερο από μια μεταμφιεσμένη απόπειρα να διατηρηθεί η νατοϊκή επιρροή. Ας στραφούμε τώρα στην ισραηλινο-τουρκική σύνδεση.

Το Ισραήλ και η Τουρκία

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Κίσιντζερ τορπίλισε την προσπάθεια του Λονδίνου να εγκαταλείψει τις βάσεις. Ο συχνά επικαλούμενος λόγος ήταν ότι ο Κίσιντζερ θεωρούσε τις ΠΚΒ ζωτικής σημασίας για την αραβοϊσραηλινή διένεξη. Και έτσι αποδείχθηκαν, με το Ακρωτήρι να χρησιμοποιείται από τους Αγγλοσάξονες για τη μεταφορά όπλων στο Ισραήλ για να εξοντωθούν Παλαιστίνιοι. Η Τουρκία, παρόλες τις φιλο-παλαιστινιακές και αντι-ισραηλινές μεγαλοστομίες του Ερντογάν, έχει κοινό συμφέρον στη διατήρηση των ΠΚΒ, όπως η Τουρκία και το Ισραήλ είχαν κοινό συμφέρον στην από κοινού ανατροπή του Άσαντ (με γενναία οικονομική βοήθεια από το Κατάρ). Και οι δύο χώρες κατέχουν παράνομα τμήματα της Συρίας, ενώ το Ισραήλ στηρίζει διακριτικά την κατοχή εκ μέρους της Τουρκίας ενός τρίτου της Κύπρου. Κοντολογίς, ούτε το Ισραήλ ούτε η Τουρκία στηρίζουν τη ρωσική ιδέα μιας ενωμένης, ανεξάρτητης και ουδέτερης Κύπρου. Ας μπούμε, όμως, τώρα στο ψαχνό και ας αναλογιστούμε το φαινόμενο ‘Τραμπ-Πούτιν’ και πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσουν την Τουρκία προκειμένου να επιτύχουν μια λύση στο κυπριακό.

Μία επιχειρηματική λύση;

Η Τουρκία, στηριζόμενη  στη στρατηγική της θέση και το μέγεθος του στρατού της, έχει παραδοσιακά ακολουθήσει πολιτική ικανοποίησης όλων των πλευρών, συχνά ισορροπώντας διπλωματικά μεταξύ των αποκλινόντων συμφερόντων της Μόσχας και της Ουάσινγκτον, για τις οποίες είναι εξίσου σημαντική. Η βασική επιδίωξη της Μόσχας στην Κύπρο είναι η κατάργηση των ΠΚΒ – αφού αποτελούν de facto νατοϊκές βάσεις – και η επίτευξη λύσης μέσω μιας ενιαίας αλλά ουδέτερης Κύπρου. Όπως βλέπουμε επί του παρόντος, ο Τραμπ αποδέχεται την επιμονή του Πούτιν για μια ουδέτερη Ουκρανία, όσο απομείνει από την τελευταία όταν σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Έτσι, με την επιχειρηματική λογική του Τραμπ, τα παραπάνω θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και στην Κύπρο και τη Μέση Ανατολή. Αν ο Αμερικανός Πρόεδρος αποφασίσει να συμπήξει σχέσεις ισότητας με τη Ρωσία στη Μέση Ανατολή, αξίζει να αναλογιστούμε τα διαφορετικά σενάρια που ενδέχεται να προκύψουν. Επί του παρόντος, η ένταση είναι ψηλαφητή: το Ισραήλ επιθυμεί να παρασύρει τις ΗΠΑ σε μια επίθεση εναντίον του Ιράν, αφού μία ανοιχτή σύρραξη με το Ιράν θα βοηθούσε τις επεκτατικές πολιτικές του Ισραήλ, αποδυναμώνοντας ή και τελειώνοντας μία και καλή με το μεγαλύτερο περιφερειακό του αντίπαλο. Αλλά οι απειλές εγείρουν απαντήσεις, με τη σχέση της Μόσχας με την Τεχεράνη να διασφαλίζει ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε το Ισραήλ θα καταφύγουν σε ανοιχτό πόλεμο με το Ιράν. Γινόμαστε επί του παρόντος μάρτυρες ενός πολέμου απειλών.

Οι στόχοι του Τραμπ και του Πούτιν είναι να εξισορροπήσουν τα συμφέροντά τους στη Μέση Ανατολή. Είναι εδώ που μπαίνει στην εικόνα η Κύπρος. Διάφορα σενάρια μοιάζουν πιθανά, αν και πάντα υποθετικά.

Πρώτον, η Μόσχα, ενοχλημένη από την ξεκάθαρα αντι-ρωσική, υποτελή στάση της Αθήνας, θα μπορούσε να αναγνωρίσει την ‘ΤΔΒΚ’, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που θα την καθιστούσε ουδέτερη και θα όριζε ότι δεν θα επεδίωκε ποτέ ένταξη στο ΝΑΤΟ. Οι βρετανικές βάσεις θα αφήνοντας στα δύο κυπριακά κράτη που θα προέκυπταν και τα ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα (ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ) θα αποσύρονταν. Η Βρετανία θα ήταν πρόθυμη να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες της Ουάσινγκτον, όπως έχει κάνει πάντα από το 1960, ή και από την κρίση του Σουέζ. Θα ήταν σχεδόν αδύνατο για το Εβραϊκό Κράτος να τορπιλίσει τα σχέδια αυτά, καθώς χρειάζεται την υποστήριξη του Τραμπ για την παράνομη κατοχή της Παλαιστίνης και μερών της Συρίας.

Εδώ, μέρος της συμφωνίας θα περιλάμβανε διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο νέων κρατών για την επιστροφή των προσφύγων και των περιουσιών, για τα οποία υπάρχει ήδη σχετικός μηχανισμός. Θα ήταν, φυσικά, δύσκολο εγχείρημα. Σε μεταγενέστερο σημείο, τα δύο κράτη θα διαπραγματεύονταν μια συνομοσπονδία ελβετικού τύπου, καταλήγοντας επιτέλους σε ένα νέο και ειρηνικό κράτος. Η όλη διαδικασία θα μπορούσε, φυσικά, να πάρει χρόνια. Αλλά η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μία μέρα. Η τουρκική υπερηφάνεια θα ικανοποιούνταν, ενώ η Ελλάδα θα έπρεπε απλά να πιει το πικρό ποτήρι της προδοσίας της Ρωσίας. Με την κατάργηση της σύνδεσης, εκ μέρους της Τουρκίας, του κυπριακού με τα ζητήματα του Αιγαίου, οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα θα μπορούσαν να απλοποιηθούν. Σημαντικότατα, θα μειώνονταν δραματικά οι πιθανότητες ελληνοτουρκικού πολέμου, τον οποίο η Ουάσινγκτον πάντα φοβόταν, αφού θα γελοιοποιούσε το ΝΑΤΟ,

Δεύτερον, μία άλλη συμφωνία θα μπορούσε να ορίζει διπλή ένωση. Αλλά αφού αυτό θα ισχυροποιούσε το ΝΑΤΟ, θα ήταν μη αποδεκτό για τη Ρωσία, εκτός και αν το ΝΑΤΟ, στο πλαίσιο μιας νέας δυτικής αρχιτεκτονικής ασφαλείας, μετασχηματιζόταν σε έναν νέο, μη-επιθετικό αμυντικό οργανισμό, με προτεραιότητα τον πολιτισμό αντί για τις κατασκευές και πωλήσεις όπλων. Το τελευταίο φαντάζει, εν τούτοις, κάπως ιδεαλιστικό, δεδομένων των ιδιορρυθμιών της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Συμπερασματικά

Από το 1955, χάρη στη βρετανική επιτυχία να καλλιεργηθεί εχθρότητα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, προκειμένου να παραμείνει η ίδια στην Κύπρο, οι δύο πρώτες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν φτάσει στα πρόθυρα πολέμου τρεις φορές, πράγμα ανεπίτρεπτο για τις ΗΠΑ, αφού πιθανή σύγκρουση θα ωφελούσε τη Μόσχα καταστρέφοντας τη νότια πτέρυγα της συμμαχίας. Οι έμποροι όπλων και οι μεγαλομέτοχοι, ειδικά στις ΗΠΑ, θα γέμιζαν τα ταμία τους, όπως έχουν κάνει με την παροχή όπλων στην Ουκρανία. Ο πόλεμος είναι καλός για τις επιχειρήσεις, τουλάχιστον για κάποιες, όπως είναι και η απειλή του πολέμου, με την τελευταία να οδηγεί συχνά σε κούρσες εξοπλισμών, όπως συνέβη για παράδειγμα με τον πρόσφατο ανταγωνισμό για απόκτηση επιρροής αναφορικά με την Ουκρανία, μεταξύ Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Πολωνίας, που συνεπήχθη δραματική αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού, προς ζημία της περίθαλψης και των κοινωνικών παροχών.

Εν τούτοις τώρα, με αυτό που μοιάζει όλο και περισσότερο με μια νέα προσέγγιση στα παγκόσμια δρώμενα από την κυβέρνηση Τραμπ, μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικά σενάρια αναφορικά με τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Η παραδοσιακή στάση της Αμερικής στο κυπριακό ζήτημα υπήρξε η διαχείριση ενός συνεχιζόμενου modus vivendi, με παραδόσεις όπλων στις Ελλάδα και Τουρκία με αναλογία 7:10. Όταν ο κόμπος έφτανε ενίοτε στο χτένι, η Αμερική στήριζε συνήθως περισσότερο την Τουρκία από την Ελλάδα, αφού θεωρεί την πρώτη πιο σημαντική για τα στρατηγικά συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή, εξ’ ου και η βάση της στο Ιντσιρλίκ, καθώς και η διακριτική ανοχή της στην τουρκική εισβολή και κατοχή της Κύπρου από το 1974.

Αλλά με το πρόσφατα αναπτυσσόμενο ‘επιχειρηματικό κλίμα’ μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας, η Κύπρος, όπως και η Ουκρανία, μπορεί κάλλιστα να διευθετηθεί, όσο και να σκούζει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε και μπορεί να αλλάξει η πραγματικότητα από οποιαδήποτε ποσότητα γλωσσικής βουλιμίας και ταυτολογικών φράσεων όπως ‘ποικιλομορφία’, ‘ισότητα’, ‘συμπερίληψη’, ‘πηγαίνοντας μπροστά’, ‘ώμος με ώμο’, ‘παγκόσμιος κόσμος’ και ‘χρονική περίοδος’.

 

 

Related Articles

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button