Η εθνεγερσία στην Κρήτη | Neakriti

Το 1821 στην Κρήτη και τα ιστορικά γεγονότα που δε γνωρίζουν οι πολλοί
Το 1821 ήταν μία χρονιά έπος για ολόκληρο τον Ελληνισμό, ο οποίος μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς ξεσηκώθηκε εναντίον των Οθωμανών κατακτητών ζητώντας την ελευθερία του και κατόπιν τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους. Όλοι γνωρίζουμε από την ιστορία για τους αγώνες των Ελλήνων εκείνης της περιόδου και τους σπουδαίος ήρωες που διακρίθηκαν στο πεδίο της μάχης κυρίως σε ένα κομμάτι της σημερινής ηπειρωτικής Ελλάδας, Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάδα, όπου ήρθαν και οι πρώτες επιτυχίες και απελευθερώσεις ελληνικού εδάφους.
Ωστόσο, να μην ξεχνάμε ότι εκείνη τη χρονιά η σπίθα της Επανάστασης είχε ξεσπάσει σε όλες τις περιοχές της τότε οθωμανικής επικράτειας που κατοικούσαν Έλληνες.
Στην Κρήτη, η Επανάσταση του 1821 εξαπλώθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο νησί, οι οποίες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές σε ό,τι αφορά την οργάνωση του επαναστατικού κινήματος. Πρώτα απ’ όλα η Κρήτη λόγω της θάλασσας ήταν σχετικά μακριά από τις υπόλοιπες επαναστατημένες ελληνικές περιοχές, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη την επικοινωνία και τον συντονισμό των πολεμικών ενεργειών. Ένας άλλος αρνητικός παράγοντας ήταν τα υψηλά ποσοστά του μουσουλμανικού στοιχείου που αποτελούσαν το 30% του συνολικού πληθυσμού, το οποίο περιελάμβανε Τούρκους, αλλά και πολλούς Τουρκοκρητικούς. Οι δεύτεροι, μάλιστα, οι οποίοι είχαν προσχωρήσει στο Ισλάμ, ήδη από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, ήταν ιδιαίτερα βίαιοι εναντίον των Χριστιανών.
Ωστόσο, η Κρήτη δεν μπορούσε να απουσιάζει από τις μεγάλες εκείνες στιγμές της σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας. Έτσι, στις 15 Απριλίου του 1821, στο μοναστήρι της Παναγίας της Θυμιανής στα Σφακιά, αποφασίστηκε η συμμετοχή στη μεγάλη πανεθνική εξέγερση. Η επίσημη έναρξη του αγώνα πραγματοποιήθηκε στις 14 Ιουνίου του 1821, όπου σημειώθηκε και η πρώτη μεγάλη νίκη των επαναστατών στο Λούλο Σφακίων.
Οι Οθωμανοί απάντησαν, αμέσως, με πρωτοφανής αγριότητας αντίποινα σε βάρος των Χριστιανών, ενώ στην ιστορία έμεινε η μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου στις 24 Ιουνίου του 1821. Παρά τη θλιβερή αυτή εξέλιξη, οι Κρητικοί δεν πτοήθηκαν ούτε στιγμή και γρήγορα η επανάσταση “φούντωσε” σε κάθε γωνιά του νησιού.
Η οργάνωση του κρητικού αγώνα
Η ανάγκη για την ύπαρξη μίας ηγεσίας, η οποία θα συντόνιζε τις πολεμικές ενέργειες και θα αποτελούσε παράλληλα ένα δίαυλο επικοινωνίας με την υπόλοιπη επαναστατημένη Ελλάδα, ήταν απαραίτητη. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να ζητηθεί από τον Δημήτριο Υψηλάντη, που εκπροσωπούσε την ανώτατη επαναστατική αρχή στην Ελλάδα, ο διορισμός ενός προσώπου που θα μπορούσε να ενώσει όλες τις δυνάμεις των Κρητών, παίζοντας τον ρόλο του συντονιστή. Ο Υψηλάντης διόρισε ως Γενικό Διοικητή της Κρήτης τον Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλη, ο οποίος κατέβηκε στην Κρήτη για να αναλάβει τα καθήκοντά του τον Νοέμβριο του 1821.
Ο Αφεντούλης παρέμεινε σε αυτή τη θέση ακριβώς ένα χρόνο, ως τον Νοέμβριο του 1822. Μέσα σε αυτό το διάστημα, υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις για τη συνέχιση της Κρητικής Επανάσταση, όπως η συγκρότηση της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών στους Αρμένους Αποκορώνου, στις 11 έως τις 22 Μαΐου 1822, όπου ψηφίστηκε το προσωρινό πολίτευμα της Κρήτης και καταρτίστηκε σχέδιο προσωρινής διοίκησης, κοντά στα πρότυπα και τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου.
Τα πρώτα “σύννεφα”
Στη συνέχεια τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο καλά για τους Κρητικούς Επαναστάτες, καθώς ο Σουλτάνος για να αντιμετωπίσει την έκρυθμη κατάσταση ζήτησε τη βοήθεια του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου, ο οποίος έστειλε αμέσως στην Κρήτη τμήματα του ιδιαίτερα μαχητικού και ικανού στρατού του. Η απόβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων έγινε στα τέλη Μαΐου του 1822 και οι πρώτες αποτυχίες δεν άργησαν να έρθουν. Υπεύθυνος για τα αρνητικά πολεμικά αποτελέσματα θεωρήθηκε ο Αφεντούλης, ο οποίος μάλιστα καθαιρέθηκε κα φυλακίστηκε από μέλη του Κρητικού Συμβουλίου.
Ο Ιωάννης Κωλέττης, μετά από σχετικό αίτημα, διόρισε Αρμοστή της Κρήτης τον Υδραίο Εμμανουήλ Τοπάζη, που έφτασε στο νησί τον Μάιο του 1823.
Παρά τις αρχικές επιτυχίες που σημειώθηκαν, έπειτα από την άφιξη Τοπάζη, οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις ανασυντάχθηκαν γρήγορα, ενώ νέος διοικητής των αιγυπτιακών στρατευμάτων τοποθετήθηκε ο Χουσεΐν Βέης. Οι κινήσεις των Τουρκοαιγυπτίων ήταν ταχύτατες προς τα ανατολικά, ενώ η θυσία των 370 Χριστιανών τον Ιανουάριο του 1824 στο σπήλαιο του Μελιδονίου έκαμψε το ηθικό των επαναστατών. Στα τέλη του Μάρτη, ο Χουσεΐν μπήκε στα Σφακιά καταστρέφοντας ολόκληρη την επαρχία, ενώ σύντομα κατάφερε να ελέγξει πλήρως την κατάσταση στο μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης. Ο Τοπάζης αποχώρησε από το νησί στις 12 Απριλίου του 1824.
Η περίοδος της Γραμπούσας (1825-1828)
Ενώ η επανάσταση φαινόταν να αργοσβήνει, παρά τις μεμονωμένες προσπάθειες μίας μικρής ομάδας ανταρτών, αρκετοί επαναστάτες που είχαν ζητήσει καταφύγιο σε άλλα μέρη της Ελλάδας επέστρεψαν το καλοκαίρι του 1825 και με αρχηγό τους τον Δημήτριο Καλλέργη κατέλαβαν το φρούριο της Γραμπούσας στις 9 Αυγούστου 1825, ενώ κάποιοι άλλοι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο της Κισσάμου. Οι Τούρκοι μάταια προσπάθησαν να ανακαταλάβουν αυτά τα φρούρια. Οι επαναστάτες ήταν καλά οχυρωμένοι, ενώ για να επιβιώσουν, εξασφαλίζοντας τρόφιμα και πολεμοφόδια, επιδόθηκαν στην πειρατεία. Οι επαναστάτες αυτοοργανώθηκαν, ιδρύοντας δικό τους οικισμό.
Η τελευταία περίοδος της Επανάστασης στην Κρήτη
Η άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 σήμανε και την αρχή της οργάνωσης του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, σύμφωνα με τις υποδείξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Μία από τις πρώτες ενέργειες του κυβερνήτη να καταστήσει ασφαλές το θαλάσσιο εμπόριο, για τον λόγο αυτό από την αρχή της ανάληψης των καθηκόντων του επιδόθηκε σε μία προσπάθεια κάθαρσης από την πειρατεία και τη ληστεία. Για τον σκοπό αυτό, έστειλε στη Γραμπούσα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με τη συνοδεία αγγλικού και γαλλικού στόλου. Τα πλοία των επαναστατών καταστράφηκαν και το φρούριο της Γραμπούσας πέρασε υπό τον έλεγχο των Άγγλων, οι οποίοι ανέλαβαν την υποχρέωση της επιτήρησης των θαλασσών και της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας. Οι επαναστάτες της Γραμπούσας διαλύθηκαν και κατέφυγαν στα βουνά.
Τον Οκτώβριο του 1829, ο Καποδίστριας τοποθέτησε στη διοίκηση της Κρήτης τον Νικόλαο Ρενιέρη. Το κλίμα ήταν ευνοϊκό στο νησί και η προοπτική της απελευθέρωσης ήταν πιθανή, αφού το μεγαλύτερο τμήμα της Κρήτης είχε τεθεί υπό τον έλεγχο των επαναστατών, εκτός από τα τρία μεγάλα φρούρια σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο, στα οποία είχαν καταφύγει οι Τούρκοι.
Το πρωτόκολλο του Λονδίνου και ο αποκλεισμός της Κρήτης
Το 1830 υπογράφηκε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου και παρά τις υποσχέσεις που είχαν προηγηθεί, η Κρήτη έμενε έξω από τα όρια της ελληνικής επικράτειας, παραμένοντας στην απόλυτη δικαιοδοσία του σουλτάνου. Τη λύση αυτή επέβαλε η Αγγλία, η οποία επιχείρησε να πείσει τους υπόλοιπους Ευρωπαίους ότι προς παρόν δεν ήταν προ το συμφέρον της Ελλάδας η προσάρτηση της Κρήτης. Η δυσαρέσκεια την Κρητών ήταν τεράστια εκείνη την εποχή, ενώ καταλογίστηκαν και ευθύνες για τη στάση του Ιωάννη Καποδίστρια. Θα χρειαστούν ακόμα άλλα 73 χρόνια, με μία ενδιάμεση στάση τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας το 1898, μέχρι να φτάσουμε στο 1913 και την πλήρη απελευθέρωση.