Από τον Ιούλιο Καίσαρα στον Πάπα (οι συνέπειες μιας κατάκτησης)

Η ιστορική στροφή της Ευρώπης από τον Παγανισμό στον Χριστιανισμό μετά την εισβολή των βαρβάρων
Τον 1ο αιώνα π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας, εξαπέλυσε μια μακρά και αιματηρή εκστρατεία στη Γαλατία. Για εννέα χρόνια, οι ρωμαϊκές λεγεώνες διέσχιζαν ποτάμια, κατέλυαν φρούρια, συνέθλιβαν αντιστάσεις. Οι Γαλάτες, διαιρεμένοι σε φυλές και συμφέροντα, λύγισαν τελικά υπό την πειθαρχημένη ορμή της ρωμαϊκής πολεμικής μηχανής. Η Γαλατία υποτάχθηκε. Όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και πολιτισμικά: ρωμαϊκές πόλεις ιδρύθηκαν, η λατινική γλώσσα ρίζωσε, και τα γαλατικά εδάφη έγιναν αναπόσπαστο μέρος του δυτικού ρωμαϊκού κόσμου.
Για αιώνες, η Pax Romana εξασφάλισε σχετική σταθερότητα και πολιτισμική ακμή. Ωστόσο, η αυτοκρατορία δεν ήταν άτρωτη. Από τον 3ο αιώνα και εξής, η πίεση των γερμανικών φύλων στα σύνορα έγινε όλο και πιο έντονη. Η Ρώμη, κατακερματισμένη εσωτερικά και εξαντλημένη οικονομικά, αδυνατούσε να ανασχέσει το ρεύμα των εισβολών. Η Γαλατία, πλέον λιγότερο μια ρωμαϊκή επαρχία και περισσότερο ένας υβριδικός κόσμος, βρέθηκε έκθετη.
Στις αρχές του 5ου αιώνα, οι Ρωμαϊκές λεγεώνες έχασαν την ισχύ τους και οι γερμανικές φυλές άρχισαν να εγκαθίστανται μαζικά. Οι Σάλιοι Φράγκοι, ένα γερμανικό φύλο από την περιοχή του Ρήνου, [οι Σάλιοι Φράγκοι (Salian Franks) ονομάστηκαν έτσι πιθανότατα από τον ποταμό IJssel ή Saal, που βρίσκεται στην περιοχή των Κάτω Χωρών (σημερινή Ολλανδία). Κάποιοι μελετητές όμως θεωρούν ότι το όνομα ίσως σχετίζεται με τη λατινική λέξη “saliens” (αυτοί που πηδούν ή ορμούν), πιθανώς συμβολίζοντας τη μαχητικότητα ή τη μετακίνησή τους προς τα δυτικά], εγκαταστάθηκαν σταδιακά στη Ρωμαϊκή Γαλατία και αποτέλεσαν τον πυρήνα της δυναστείας των Μεροβιγγείων, που προωθήθηκαν σταδιακά προς τα νότια και έτσι δύναμη συγκεντρώθηκε στα χέρια του Αρχηγού τους Χλωδοβίκου Α’ ή Clovis Α’.
Ο Χλωδοβίκος, αφού νίκησε τους Ρωμαίους του Συάγριου (Syagrius), ήταν Ρωμαίος αξιωματούχος και τελευταίος ηγεμόνας του Ρωμαϊκού Κράτους της Σοϊσόννης (Regnum Soissons), ενός απομειναριού της Ρωμαϊκής εξουσίας στη Γαλατία μετά την κατάρρευση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.), το 486 μ.Χ.στη μάχη της Σουασόν και έγινε ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας των βόρειων και κεντρικών περιοχών της πρώην Γαλατίας.
Το αποφασιστικό όμως βήμα δεν ήταν στρατιωτικό αλλά πνευματικό: η μεταστροφή του στον καθολικό Χριστιανισμό, περί το 496 μ.Χ., του χάρισε την υποστήριξη του γαλατορωμαϊκού πληθυσμού και της εκκλησιαστικής ελίτ. Η ένωση πίστης και ξίφους θεμελίωσε ένα νέο κράτος, το φραγκικό βασίλειο, το οποίο μετέπειτα οι Καρολίγγειοι θα μετέτρεπαν σε δυτική αυτοκρατορία.
Έτσι, η Γαλατία, γη κατακτημένη με σιδηρά πειθαρχία από τον Καίσαρα, μεταμορφώθηκε σε φραγκική καρδιά της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ο ρωμαϊκός πολιτισμός δεν χάθηκε, μα μετεξελίχθηκε, συγχωνεύτηκε με το γερμανικό πνεύμα και την χριστιανική κοσμοαντίληψη. Οι παλιές λεωφόροι της Ρώμης έγιναν δρόμοι μοναχών και βασιλέων.
Κι αν ο Μαρξ μιλούσε για την επανάληψη της ιστορίας πρώτα ως τραγωδία και έπειτα ως φάρσα, εδώ η φάρσα δεν ήρθε ποτέ. Η κατάρρευση της ρωμαϊκής Γαλατίας δεν υπήρξε γελοιογραφική απομίμηση του παρελθόντος, αλλά τραγωδία απόλυτη – μιας αυτοκρατορίας που έσβησε χωρίς εκδίκηση, χωρίς λύτρωση, χωρίς θέατρο. Το δράμα δεν παίχτηκε για δεύτερη φορά. Παίχτηκε μια φορά – κι ήταν αρκετό.
Ίσως αυτό είναι και το πιο νηφάλιο δίδαγμα: όταν η Ιστορία “επαναλαμβάνεται”, δεν επιστρέφει ποτέ ακριβώς – φέρει νέα πρόσωπα, νέα δόγματα και νέο πόνο. Η πραγματική επανάληψη είναι η πτώση της ύβρεως και η αναγέννηση μέσα από τα ερείπια. Όχι φάρσα. Αλλά η διαρκής σοβαρότητα του ανθρώπινου πεπρωμένου.
Και ίσως εδώ η Ιστορία μας ψιθυρίζει το διαχρονικό της μάθημα: καμιά κατάκτηση, όσο ένδοξη, δεν μπορεί να παγώσει τον χρόνο. Οι αυτοκρατορίες φθίνουν, οι λαοί μετακινούνται, και η γη ξαναμοιράζεται. Μόνο η αλλαγή παραμένει σταθερή, κι αυτή υπαγορεύει τις στροφές του ιστορικού τροχού.
Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι πώς έγινε αυτή η ιστορική στροφή της Ευρώπης από τον παγανισμό στον χριστιανισμό μετά την εισβολή των βαρβάρων.
Οι βάρβαροι, και συγκεκριμένα οι Φράγκοι, δεν επέβαλαν τη θρησκεία τους για έναν βασικό λόγο: δεν είχαν συγκροτημένη, ενιαία θρησκεία με ιερατείο, δόγμα και δομή ικανή να ανταγωνιστεί τον Χριστιανισμό. Ο παγανισμός τους ήταν φυλετικός, τοπικός, χωρίς γραπτή παράδοση ή ιεραρχία. Ο Χριστιανισμός, αντίθετα, προσέφερε ένα δομημένο θεολογικό σύστημα, με διοικητική συνέχεια (ο Πάπας στη Ρώμη), και —κυρίως— την αίγλη της ρωμαϊκής κληρονομιάς.
Μερικοί κρίσιμοι λόγοι για τους οποίους οι Φράγκοι ασπάστηκαν τον Καθολικισμό ήταν η πολιτική τους σοφία για την νομιμοποίηση της εξουσίας τους.
Ο Κλόβις Α’, βασιλιάς των Σαλίων Φράγκων, βάπτισε εαυτόν και το λαό του στον Καθολικισμό το 496 μ.Χ., ακολουθώντας το παράδειγμα της συζύγου του, Κλωτίλδης. Δεν ήταν απλώς δεν ήταν απλώς μια προσωπική επιλογή πίστης, αλλά μια πράξη γεωπολιτικής στρατηγικής· ήταν στρατηγική συμμαχία με την παπική Ρώμη, που θα του έδινε νομιμοποίηση απέναντι στους εσωτερικούς του αντιπάλους και στους Αρειανούς βασιλείς των Βησιγότθων και Οστρογότθων.
Επίσης ο Χριστιανισμός ήταν ένα ιδεολογικό εργαλείο ενότητας.
Σε έναν κόσμο διασπασμένο σε φυλές, διαλέκτους και τοπικές παραδόσεις, ο Χριστιανισμός προσέφερε ένα ενιαίο κοσμοείδωλο. Επέτρεψε στους βασιλείς να εδραιώσουν την εξουσία τους όχι μόνο με τη βία, αλλά με την ηθική επιρροή της Εκκλησίας. Το «βασιλεύειν ελέω Θεού» αντικατέστησε την αρχαία έννοια της φυλετικής εξουσίας.
Η υπεροχή της Εκκλησιαστικής οργάνωσης βοήθησε αφού η Καθολική Εκκλησία είχε διατηρήσει ένα ισχυρό δίκτυο εκκλησιών, μονών και επισκοπών ακόμα και μετά την πτώση της Ρώμης. Οι βάρβαροι ηγέτες είδαν σ’ αυτή την οργάνωση μια ευκαιρία να κληρονομήσουν τη ρωμαϊκή διοικητική κουλτούρα, χωρίς να ξαναχτίσουν απ’ την αρχή.
Επίσης καθοριστικό ρόλο στην ειρηνική διάδοση της πίστης έπαιξαν οι γυναίκες και οι Ιεραποστόλοι, όπως οι βασιλικές σύζυγοι, όπως η Κλωτίλδη, και μεταγενέστερα οι ιεραπόστολοι (π.χ. άγιος Βονιφάτιος). Οι μεταστροφές δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα βίας ή επιβολής, αλλά διαπραγματεύσεων, θαυμάτων, και συμβολικών πράξεων.
Οι Φράγκοι δεν υπέταξαν τον Χριστιανισμό – υποτάχθηκαν σε αυτόν στρατηγικά, και στη συνέχεια τον οικειοποιήθηκαν, τον εκλαΐκευσαν και τον εργαλειοποίησαν για να χτίσουν μια νέα μορφή εξουσίας. Δεν ήταν ήττα της παγανιστικής ταυτότητας, αλλά η γέννηση μιας νέας ταυτότητας, φτιαγμένης από το χρυσάφι της ρωμαϊκής κληρονομιάς και τον σταυρό της Καθολικής Εκκλησίας.
Με την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ., δεν κατέρρευσε απλώς ένας θεσμικός κόσμος· κατέρρευσε ένα σύστημα κοσμικής τάξης που είχε διαμορφώσει την έννοια του imperium επί πέντε αιώνες. Όμως, στο κενό που άφησε πίσω της, γεννήθηκε ένας νέος κόσμος – σκοτεινός, ασταθής, αλλά γεμάτος με τη δυναμική των νέων λαών και ιδεών.
Οι Φράγκοι, και ειδικά ο Οίκος των Μεροβιγγείων και αργότερα των Καρολιδών, υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες στη διαμόρφωση της μετα-ρωμαϊκής Ευρώπης.
Έτσι οι Φράγκοι απέκτησαν το κύρος του προστάτη της Ρώμης –όχι πια της αυτοκρατορικής Ρώμης, αλλά της πνευματικής: της Εκκλησίας.
Η Ρώμη μπορεί να έπεσε, αλλά ο Επίσκοπός της –ο Πάπας– αναδύθηκε ως η νέα συνέχεια της ρωμαϊκής ιδέας, αυτή τη φορά σε πνευματικό και θεολογικό επίπεδο. Και οι Φράγκοι έγιναν το ξίφος της.
Έτσι, μέσα από τη σύζευξη βαρβαρικής ισχύος και καθολικής ορθοδοξίας, διαμορφώθηκε η “Καθολική Χριστιανική Ευρώπη”, ένας νέος πολιτισμός που σφυρηλατήθηκε στα μοναστήρια, στους πολέμους των Καρολιδών, και στις πράξεις των Παπών. Ο Χριστιανισμός, όπως τον διαμόρφωσε η Καθολική Εκκλησία, δεν επεκράτησε απλώς· έγινε το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούσε πλέον η πολιτική, η κοινωνία, ακόμα και η αντίληψη της ιστορίας.
Η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται μηχανικά· επαναδομείται μέσα από νέα σχήματα ισχύος και νοήματος. Η πτώση της Ρώμης δεν οδήγησε στην απουσία πολιτισμού – οδήγησε στη μεταμόρφωση του νοήματός του. Οι Φράγκοι, θρυμματίζοντας τη ρωμαϊκή κοσμική εξουσία, έγιναν οι θεμελιωτές ενός κόσμου όπου το θείο υποκαθιστά το νομικό, το σύμβολο υποκαθιστά τον θεσμό, και τελικά, ο Χριστιανισμός ενδύεται με το ένδυμα της καθολικής πολιτικής επιρροής.
Εδώ η ιστορία επαναλαμβάνεται πρώτα ως τραγωδία, μετά ως φάρσα. Ήταν πρώτα φάρσα – η παρακμή μιας αλαζονικής Ρώμης – και έπειτα τραγωδία: μια μακραίωνη μεσαιωνική Ευρώπη που βάσισε την ενότητά της όχι στην ορθολογική res publica, αλλά στην υποταγή στη θεϊκή βούληση.
Ας ιχνηλατήσουμε όμως τη διαρκή διαμάχη μεταξύ Θεϊκής εξουσίας (παπικής εξουσίας) και κοσμικής εξουσίας (βασιλέων, ηγεμόνων και εθνικών κρατών), που ξεκίνησε τον Μεσαίωνα και διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της Ιστορίας, μέχρι την είσοδο στον 20ό αιώνα.
Οι πρώτοι αιώνες του Μεσαίωνα έθεσαν τις βάσεις για τη σύγκρουση αυτή. Η Εκκλησία, ως θεσμός, ήταν όχι μόνο πνευματική, αλλά και πολιτική δύναμη. Παράλληλα, οι βασιλείς και οι άρχοντες της Ευρώπης, έχοντας ισχυρές «θεϊκές» αξιώσεις, επιθυμούσαν να περιορίσουν την επιρροή του Παπισμού στα κρατικά ζητήματα. Ειδικά την περίοδο των Συγκρούσεων, όπως η Έριδα της Περιβολής, ήταν μία σύγκρουση μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας στη μεσαιωνική Ευρώπη για το προνόμιο επιλογής και εγκατάστασης επισκόπων, ηγουμένων αββαείων και του ίδιου του Πάπα (11ος-12ος αιώνας), η σύγκρουση αυτή απέκτησε οξύτατη μορφή.
Επίσης η έννοια της βασιλικής εξουσίας «ελέω Θεού» αντιμετώπιζε άμεσα την εκλογή και την εξουσία του Πάπα, ο οποίος μπορούσε να απονέμει ή να αφαιρεί την εξουσία από τους μονάρχες, κάτι που συχνά οδήγησε σε πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σύγκρουση του Ερρίκου Δ’ με τον Πάπα Γρηγόριο Ζ’ (1076), όπου ο Γερμανός αυτοκράτορας αναγκάστηκε να ζητήσει συγχώρεση από τον Πάπα για να διατηρήσει την εξουσία του.
Η εκλογή του Πάπα συχνά ήταν μια διαδικασία που δεν εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις θεολογικές διαδικασίες, αλλά και από πολιτικές επιρροές, που πολλές φορές ενέπλεκαν δυναστικά συμφέροντα και ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις.
Ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα που ενίσχυσαν τη σύγκρουση Εκκλησίας και Κράτους ήταν η Αβινιόνική Παπική Εξορία (1309-1377), όταν ο Πάπας Κλήμης Ε’ μετακίνησε την παπική αυλή από τη Ρώμη στην Αβινιόν της Γαλλίας, εξαιτίας των πολιτικών πιέσεων και των συγκρούσεων στη Ρώμη. Αυτό οδήγησε σε έναν διχασμό στη χριστιανική Ευρώπη και σε μεγάλες αντιπαραθέσεις για το ποιος θα είχε τον έλεγχο της Εκκλησίας και πώς αυτή θα επηρεαζόταν από τις κοσμικές δυνάμεις.
Η παραμονή του Παπισμού στην Αβινιόν αποξένωσε πολλούς Ιταλούς και γέννησε έναν αίσθημα αυτονομίας από τη Ρώμη, ενισχύοντας την ένταση με το Κράτος της Εκκλησίας και δημιουργώντας το υπόβαθρο για μελλοντικές αντιπαραθέσεις.
Η Ιταλική Ενοποίηση τον 19ο αιώνα αποτέλεσε το τέλος της εποχής του Πάπα ως κοσμικού ηγεμόνα. Με τη δημιουργία του ενιαίου Ιταλικού Κράτους, οι περιοχές που ανήκαν παραδοσιακά στο Κράτος της Εκκλησίας, όπως η Ρώμη, η Ουμβρία και άλλα, ενσωματώθηκαν στο νέο ιταλικό βασίλειο, δημιουργώντας τη σύγκρουση μεταξύ της Εκκλησίας και του νέου κοσμικού κράτους.
Η εκδίωξη των Παπικών στρατευμάτων από τη Ρώμη το 1870 και η δημιουργία της Πρωσίας και του νέου ιταλικού κράτους οδήγησε τον Πάπα Πίο Θ’ στην Απομόνωση του Παπικού Παλατιού στο Βατικανό, το οποίο ήταν πλέον περιχαρακωμένο μέσα στην πόλη της Ρώμης. Η Εκκλησία είχε χάσει τις κτήσεις της και έμεινε με την πνευματική εξουσία, ενώ η κοσμική εξουσία του Πάπα περιορίστηκε.
Η Συνθήκη του Λατερανού αποτέλεσε το τέλος αυτής της μακράς σύγκρουσης. Με τη συμφωνία αυτή, το Βατικανό αναγνωρίστηκε ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, αποκαθιστώντας έτσι την πλήρη αυτονομία του Παπισμού από την Ιταλία. Στη συμφωνία αυτή, η Ιταλία παραχώρησε στο Βατικανό την κυριαρχία επί μιας μικρής, ανεξάρτητης επικράτειας, ενώ η Εκκλησία αναγνώρισε τη νομιμότητα του Ιταλικού κράτους και τον εθνικό χαρακτήρα της νέας Ιταλίας υπό τον Μουσολίνι.
Η συνθήκη αυτή έδωσε στο Βατικανό τη δυνατότητα να διατηρήσει την ανεξαρτησία του, ενώ ταυτόχρονα διασφάλισε την πολιτική ουδετερότητα του Βατικανού και τη συνεχιζόμενη επιρροή του στην πνευματική σφαίρα. Εξίσου σημαντικό, η συμφωνία αναγνώρισε την Καθολική Εκκλησία ως η επίσημη θρησκεία του ιταλικού κράτους, εξασφαλίζοντας την εκκλησιαστική της επιρροή.
Η Συνθήκη του Λατερανού σηματοδοτεί την ολοκλήρωση ενός μεγάλου κύκλου σύγκρουσης και συμφιλίωσης μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας. Μέσα από αιώνες έντασης, αμφισβήτησης και πολιτικής επιρροής, η συμφωνία αυτή προσδιόρισε ένα νέο καθεστώς που διαχώρισε με σαφήνεια την Εκκλησία από την κρατική εξουσία, δίνοντας χώρο για την πνευματική της αποστολή χωρίς να εμπλέκεται άμεσα στην κοσμική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα διατηρώντας την αναγνώριση και τη σεβαστή παρουσία της στο πολιτικό σύστημα της Ιταλίας.
Αυτό το τέλος της διαμάχης για την εξουσία φαίνεται να δείχνει το τέλος της εποχής όπου η εκκλησιαστική πολιτική είχε την ίδια εξουσία και πνευματική επιρροή με τους κοσμικούς ηγέτες, κάτι που μετέβαλλε τον ρόλο της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Η Συνθήκη του Λατερανού υπήρξε ουσιαστικά η τελευταία συμφωνία που έθεσε τα θεμέλια για την ύπαρξη του Βατικανού ως ανεξάρτητου κράτους, αναγνωρίζοντας τη νέα κατάσταση που θα καθόριζε την παπική εξουσία στον 20ο αιώνα και πέρα.
Η Συνθήκη του Λατερανού το 1929 δεν περιορίστηκε μόνο στην πολιτική αποκατάσταση του Βατικανού, αλλά είχε και σημαντικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή της εποχής και τις μετέπειτα σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους.
Αρχικά, η συμφωνία σταθεροποίησε τη σχέση της Καθολικής Εκκλησίας με το νέο ιταλικό κράτος. Η Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι, που είχε αρχίσει να οικοδομεί μια φασιστική, εθνικιστική εξουσία, αναγνώρισε την Εκκλησία ως τον κύριο εκπρόσωπο της θρησκευτικής πίστης στην Ιταλία. Η συμφωνία έδωσε στο Βατικανό μια πολιτική θέση στην Ιταλία, ενώ, ταυτόχρονα, διασφάλισε την πολιτική ουδετερότητα της Εκκλησίας.
Ο Μουσολίνι, ο οποίος προσπάθησε να εδραιώσει την εξουσία του σε μια συντηρητική βάση, ήξερε ότι η εκκλησιαστική υποστήριξη ήταν σημαντική για την κοινωνική του νομιμοποίηση. Η συμφωνία του 1929 επίσης είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της Ρώμης και του Παπισμού, κάτι που διατηρήθηκε μέχρι την πτώση του φασιστικού καθεστώτος και τη μετάβαση στη δημοκρατία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η συμφωνία συνέβαλε στη σταθεροποίηση της Εκκλησίας και των θεσμών της στην Ευρώπη. Με την αναγνώριση του Βατικανού ως ανεξάρτητου κράτους, το οποίο είχε την πλήρη κυριαρχία και προστασία, η Εκκλησία έπαιξε και συνεχίζει να παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή, μέσω της διπλωματίας του Βατικανού, των διεθνών οργανισμών (όπως ο ΟΗΕ), και των κοινωνικών υπηρεσιών που προσφέρει σε παγκόσμια κλίμακα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Συνθήκη του Λατερανού συνάδει με την τάση των κρατών να προχωρήσουν σε μια διάκριση Εκκλησίας και Κράτους, η οποία είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται σε πολλές χώρες από τον 19ο αιώνα. Στην περίπτωση της Ιταλίας, όμως, η συμφωνία επέτρεψε την συνύπαρξη και συνεργασία του κράτους και της Εκκλησίας σε ένα ενιαίο πλαίσιο, διασφαλίζοντας την εκκλησιαστική επιρροή στα θέματα της κοινωνίας και της ηθικής.
Παρά τη συμφωνία αυτή, άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, προχώρησαν στην εξαίρεση της Εκκλησίας από τις δημόσιες υποθέσεις, υπογραμμίζοντας την τάση προς κοσμικές μορφές διακυβέρνησης, κάτι που οδήγησε σε μερικές περιπτώσεις σε εντάσεις και αντιφάσεις, καθώς οι κρατικές και εκκλησιαστικές εξουσίες προσπαθούσαν να συμφωνήσουν για τον ρόλο τους στην κοινωνία.
Η Συνθήκη του Λατερανού δεν υπήρξε μόνο μια πολιτική συμφωνία, αλλά και ένα σημείο καμπής για την καθολική πίστη και τη σχέση της με τον σύγχρονο κόσμο. Ακολουθώντας την επικύρωση της ανεξαρτησίας του Βατικανού, ο Παπισμός ανέπτυξε νέες στρατηγικές στην εξωτερική του πολιτική και έπαιξε σημαντικό ρόλο σε διεθνείς διαπραγματεύσεις και πολιτικά ζητήματα.
Η αποδοχή της παπικής ανεξαρτησίας ενίσχυσε τη θέση του Βατικανού στον διπλωματικό κόσμο, επιτρέποντας στο κράτος του Βατικανού να διατηρήσει ισχυρές σχέσεις με κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς. Η διατήρηση της πολιτικής ουδετερότητας από το Βατικανό επέτρεψε στην Εκκλησία να αναπτύξει μια παγκόσμια διπλωματία, προσφέροντας μεσολάβηση σε διεθνείς κρίσεις και ενισχύοντας την επιρροή της σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα.
Στον σύγχρονο κόσμο, ο Παπισμός συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε ζητήματα όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ηθική κατεύθυνση των πολιτικών συστημάτων. Η παπική διδασκαλία είναι ακόμη επιδραστική σε πολλές χώρες, κυρίως στις καθολικές, επηρεάζοντας τις πολιτικές αποφάσεις σε ζητήματα όπως ο γάμος, η εκπαίδευση, η υγειονομική περίθαλψη και οι κοινωνικές πολιτικές.
Παρά τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και της κοσμικής κοινωνίας, η Εκκλησία εξακολουθεί να έχει έναν σημαντικό ρόλο στον πολιτικό λόγο και στην ηθική κατεύθυνση της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου.
Η σύγχρονη ηγεσία της Καθολικής Εκκλησίας, ειδικά μέσω του πρώην Πάπα Φραγκίσκου, συνεχίζει να διατηρεί την επιρροή του και να προωθεί μηνύματα αλληλεγγύης και κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ η πολιτική ουδετερότητα του Βατικανού παραμένει σημαντικό στοιχείο της διεθνούς διπλωματίας του.
Η Συνθήκη του Λατερανού υπήρξε καθοριστική για την μετατροπή του Παπισμού από πολιτική δύναμη σε διεθνή ηθική και πνευματική εξουσία, αναδεικνύοντας τον Παπισμό όχι μόνο ως θρησκευτική ηγεσία αλλά και ως παγκόσμιο παράγοντα στον τομέα των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων του 21ου αιώνα.
Η Συνθήκη του Λατερανού διαμόρφωσε κατά συνέπεια, την κατεύθυνση του Παπισμού για τον 20ο αιώνα, ενώ ταυτόχρονα συνέβαλε στον καθορισμό της σχέσης Εκκλησίας και Κράτους στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Μέσω αυτής της συμφωνίας, η Εκκλησία αναγνώρισε την ανάγκη για διαχωρισμό των εξουσιών, αλλά ταυτόχρονα διατήρησε τη θρησκευτική της εξουσία σε έναν κόσμο που συνεχώς εξελισσόταν.