Πόσο θα «πληρώσουν» οι Ευρωπαίοι ενδεχόμενη αποχώρηση των ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ- Πώς θα καλύψουν το κόστος

Ωστόσο πρόκειται για μία αλλαγή πολιτικής που αν λάβει χώρα θα έχει και μεγάλο οικονομικό – και όχι μόνο – κόστος δεδομένου ότι για δεκαετίες, τα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ βασίζονται στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη και ισχυρότερη οικονομική δύναμη της συμμαχίας, για να επωμιστούν το κύριο βάρος της άμυνας.
Τώρα, οι ηγέτες στην Ευρώπη εξετάζουν πώς να αντιδράσουν στην πιθανή κατάρρευση του ΝΑΤΟ εάν ο Τραμπ αποσύρει την υποστήριξη των ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι ο Τραμπ έχει πυροδοτήσει αναταράξεις στο ΝΑΤΟ με την πρόταση του για αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ, την ώρα που μόλις 24 από τα 32 μέλη της συμμαχίας πληρούν τον στόχο του 2%.
Ο Ραφαέλ Λος, εμπειρογνώμονας άμυνας και ασφάλειας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (ECFR), δήλωσε στη DW ότι πιστεύει ότι δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος «τα ρωσικά στρατεύματα να σταθούν έξω από το Βερολίνο αύριο».
Ωστόσο, ο ίδιος κρούει καμπανάκι κινδύνου λέγοντας ότι η Ρωσία στοχεύει να «διασπάσει το ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. για να αποκτήσει στρατιωτική κυριαρχία στην Ευρώπη».
Από πλευρά της η δεξαμενή σκέψης Bruegel με έδρα τις Βρυξέλλες θεωρεί πιθανή μια ρωσική επίθεση σε κράτος μέλος της Ε.Ε.. «Οι εκτιμήσεις του ΝΑΤΟ, της Γερμανίας, της Πολωνίας, της Δανίας και των χωρών της Βαλτικής θέτουν τη Ρωσία έτοιμη να επιτεθεί εντός τριών έως δέκα ετών», ανέφερε το think tank σε πρόσφατη ανάλυση του.
Ήδη η Γερμανία ως απάντηση στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, δημιούργησε ένα ειδικό ταμείο ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για να εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Αν και δεν έχουν ακόμη δαπανηθεί εξ ολοκλήρου, τα χρήματα έχουν ήδη διατεθεί.
Οι οικονομολόγοι της Bruegel υπολόγισαν ότι η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ουκρανία το 2024 ανήλθε σε 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε σύνολο 42 δισεκατομμυρίων ευρώ.
«Για να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ, η Ε.Ε. θα έπρεπε επομένως να δαπανήσει μόνο άλλο 0,12% του ΑΕΠ της — ένα εφικτό ποσό», ανέφεραν στην ανάλυσή τους.
Η δεξαμενή σκέψης Bruegel έχει επίσης περιγράψει τι θα χρειαζόταν η Ευρώπη για να αποφύγει να μείνει ανυπεράσπιστη εάν οι ΗΠΑ αποχωρήσουν από το ΝΑΤΟ. Εκτός από την αντικατάσταση πολεμικών ταξιαρχιών, πλοίων και αεροσκαφών των ΗΠΑ, θα απαιτούσε και την ενίσχυση των ευρωπαϊκών δυνατοτήτων σε υποδομές πληροφοριών, επικοινωνιών και διοίκησης που απαιτούνται για την ανάπτυξη μεγάλων, πολύπλοκων στρατιωτικών μονάδων.
Οι στρατιωτικές δυνατότητες της Γερμανίας, για παράδειγμα, παραμένουν πολύ κάτω από τα απαιτούμενα επίπεδα και τις συμμαχικές δεσμεύσεις, όπως σημείωσε η Bruegel. Η δέσμευση του Βερολίνου να προμηθεύσει το ΝΑΤΟ με δύο μεραρχίες —περίπου 40.000 στρατιώτες— αντιμετωπίζει σημαντικές αποτυχίες και η καταλληλότερη συνεισφορά από τη Γερμανία, δεδομένου του μεγέθους της, θα ήταν πιο κοντά στους 100.000 στρατιώτες.
Ενώ το στρατιωτικό υλικό είναι ουσιαστικά ένα «παιχνίδι αριθμών», σύμφωνα με την Bruegel, οι Ευρωπαίοι υστερούν σε σχέση με τις ΗΠΑ σε επιχειρησιακές δομές και στρατιωτική εμπειρία. Η δημιουργία αυτών των δυνατοτήτων θα μπορούσε να κοστίσει στην Ευρώπη εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ και να διαρκέσει πολλά χρόνια.
Ο Τζαν Άλεν Ρέινολντς, αναπληρωτής επικεφαλής οικονομολόγος για την ευρωζώνη στην Capital Economics, εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να αυξηθούν σημαντικά. Ο ίδιος με δηλώσεις του στη DW είπε ότι βραχυπρόθεσμα θα δικαιολογούνταν επιπλέον 250 δισ. ευρώ ετησίως. Αυτό θα φέρει τους αμυντικούς προϋπολογισμούς της Ε.Ε. στο 3,5% περίπου του ΑΕΠ.
Πώς να χρηματοδοτηθεί ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης;
Ο Άλεν Ρέινολντς έχει προτείνει διάφορους τρόπους χρηματοδότησης αυτής της τεράστιας δαπάνης. Μια επιλογή είναι η επαναχρησιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ή η δημιουργία μιας νέας «τράπεζας επανεξοπλισμού» για την ουσιαστική υποστήριξη του αμυντικού τομέα με ελάχιστες επιπτώσεις στους εθνικούς προϋπολογισμούς.
Εναλλακτικά, η ΕΤΕπ θα μπορούσε να εκδώσει δάνεια σε αμυντικές εταιρείες ή να δημιουργήσει ομόλογα ειδικά για στρατιωτικά έργα. Αυτή η προσέγγιση δεν θα χρηματοδοτούσε άμεσα στρατιωτικό προσωπικό ή εξοπλισμό, αλλά θα χρηματοδοτούσε ευρωπαίους κατασκευαστές όπλων για την ενίσχυση της στρατιωτικής παραγωγής.
Ο «πιο απλός τρόπος» για τον εκείνον θα ήταν εάν η Ε.Ε. δρομολογούσε ένα νέο κοινό πρόγραμμα δανεισμού συγκρίσιμο με το ταμείο ανάκαμψης της πανδημίας ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, γνωστό και ως NextGenerationEU.
«Αυτός θα ήταν ένας σχετικά φθηνός τρόπος πρόσβασης της Ε.Ε. στις αγορές, καθώς θα επωφεληθεί από την πιστοληπτική ικανότητα AAA και θα επέτρεπε στις πιο δημοσιονομικά περιορισμένες κυβερνήσεις να αποφύγουν να δανειστούν στους δικούς τους ισολογισμούς», είπε.
Την Τρίτη (4/3), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε ακριβώς αυτό, ανακοινώνοντας ένα σχέδιο 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της άμυνας των κρατών μελών της Ε.Ε., με στόχο να μειώσει τον αντίκτυπο πιθανής απεμπλοκής των ΗΠΑ και να παράσχει στην Ουκρανία στρατιωτική βοήθεια μετά το πάγωμα της αμερικανικής βοήθειας.
Η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είπε ότι το τεράστιο πακέτο, που ονομάζεται REARM Europe, θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να «αυξήσουν σημαντικά την αμυντικές τους δαπάνες χωρίς την ενεργοποίηση κανόνων τιμωρίας» για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος.
Ενίσχυση της οικονομίας της ευρωζώνης;
Η δεξαμενή σκέψης Bruegel πιστεύει ότι από μια «μακροοικονομική προοπτική», μια αύξηση των αμυντικών δαπανών που χρηματοδοτείται από το χρέος θα μπορούσε ακόμη και να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομική δραστηριότητα «σε μια εποχή που ο επερχόμενος εμπορικός πόλεμος μπορεί να υπονομεύσει την εξωτερική ζήτηση».
Ήδη οι ανησυχίες για την απειλή του Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει υψηλούς δασμούς στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα οδήγησαν τους επενδυτές να πουλήσουν μετοχές αυτοκινήτων και να αγοράσουν μετοχές αμυντικών εταιρειών, τις οποίες θεωρούν ότι έχουν ισχυρές δυνατότητες ανάπτυξης.
Ο Ραφαέλ Λος, ο ειδικός του ECFR, τέλος πιστεύει επίσης ότι η επέκταση του στρατού της Γερμανίας θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα στην εθνική οικονομία και να συμβάλει στην υπέρβαση της αναπτυξιακής αδυναμίας της χώρας.
«Εάν οι θέσεις εργασίας στην αλυσίδα εφοδιασμού της αυτοκινητοβιομηχανίας μπορούσαν να διατηρηθούν με τη μετατόπιση της παραγωγής σε αγαθά που σχετίζονται με την άμυνα, αυτό θα ήταν σίγουρα επωφελές», είπε, προειδοποιώντας ταυτόχρονα κατά της «υπερεκτίμησης» του ευρύτερου οικονομικού αντίκτυπου.